Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΗ ΔΕΙΝ ΔΑΝΕΙΖΕΣΘΑΙ



Ο Πλούταρχος στο κείμενό του Περί του μη δειν δανείζεσθαι, αναπτύσσει τη συλλογιστική του δανεισμού και το πλήθος των κακών που συνεπάγεται με κορυφαία την απώλεια της ελευθερίας. Το έργο του αυτό αποτελεί μέρος του συνόλου με τον τίτλο Ηθικά στο οποίο ο Πλούταρχος αναπτύσσει ζητήματα ηθικής, φιλοσοφίας, επιστήμης, πολιτικής, θρησκείας και ιστορίας άλλοτε υπό μορφήν διαλόγου μιμούμενος τον Πλάτωνα και άλλοτε υπό μορφήν πραγματείας.
Γεννημένος το 50 μ.Χ. περίπου στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας και γόνος σπουδαίας οικογένειας έλαβε πολύ καλή παιδεία. Ταξίδευσε πολύ σε Ασία, Αίγυπτο και Ιταλία και ήρθε σε επαφή με εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής. Ζώντας στα χρόνια της κυριαρχίας των κοσμοπόλεων, απέκτησε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη, έμεινε όμως πιστός στον οικογενειακό βίο και στον δήμο της μικρής Χαιρώνειας όπου παράλληλα με το συγγραφικό του έργο συμμετείχε στα κοινά και κατέλαβε δημόσια αξιώματα με κυριότερο το ισόβιο ιερατικό αξίωμα που του απονεμήθηκε από το Δελφικό ιερό. Φιλόσοφος του Μέσου Πλατωνισμού που συνδύαζε την πλατωνική θεωρία με διδάγματα άλλων ελληνικών Σχολών, ο Πλούταρχος δεν ίδρυσε σχολή ούτε εισηγήθηκε μια νέα θεωρία. Το έργο του θεωρείται εκλαΐκευση της φιλοσοφικής γνώσης. Ηθικός στοχαστής τόσο στα Ηθικά όσο και σε όλο το διασωζόμενο έργο του σκοπός του Χαιρώνειου συγγραφέα είναι να αναδείξει το «ηθικόν δέον». Ο Πλούταρχος πραγματεύεται ζητήματα πρακτικής φιλοσοφίας και παραινεί, διδάσκει, συμβουλεύει.
Στο σύντομο κείμενό του Περί του μη δειν δανείζεσθαι ο συγγραφέας μιλά εναντίον της συνήθειας ορισμένων ανθρώπων να καταφεύγουν αβασάνιστα στον δανεισμό. Το δανείζεσθαι της εσχάτης αφροσύνης και μαλακίας εστίν, γράφει και κατακεραυνώνει αφενός μεν τον αλόγιστο δανεισμό των οφειλετών, αφετέρου δε τη βαναυσότητα των πιστωτών. Ποια μέτρα προτείνει ; Την αξιοποίηση των πόρων που ο καθένας έχει στη διάθεσή του.
            Παρά το γεγονός ότι το έργο θεωρήθηκε αρχικά νεανική ρητορική, η νεότερη έρευνα έχει αποδείξει ότι πρόκειται για έργο της ώριμης περιόδου του Πλουτάρχου και μάλιστα για ομιλία την οποία εκφώνησε πιθανόν στην Αθήνα κατά το 92 μ.Χ. Την περίοδο εκείνη η Αθήνα και άλλες πόλεις μαστίζονταν από τις συνέπειες της υπερχρέωσης τόσο σε Έλληνες όσο και ξένους, κυρίως Ρωμαίους, δανειστές, τους οποίους ο Πλούταρχος αποκαλεί στον βίο του Κάτωνος νεωτέρου «πλωτικούς και δανειστικούς ανθρώπους», δηλαδή, ανθρώπους που ταξίδευαν και πλούτιζαν από τον δανεισμό. Αναφέρει σχετικά : «Κουβαλώντας μαζί τους σάκους και συμφωνητικά και συμβόλαια σαν δεσμά εναντίον της Ελλάδος, την οργώνουν από πόλη σε πόλη και σπέρνουν χρέη, που πολλά βάσανα φέρνουν και πολλούς τόκους, και που δύσκολα ξεριζώνονται, ενώ οι βλαστοί τους περικυκλώνουν τις πόλεις, τις εξασθενούν και τελικά τις πνίγουν». Πόσο επίκαιρος είναι ! Καυστικός, άμεσος, αυστηρός παρουσιάζει το πρόβλημα : «Έχεις ; Μην δανείζεσαι γιατί δεν σου λείπουν. Δεν έχεις ; Μην δανείζεσαι γιατί δεν θα ξεπληρώσεις το χρέος σου. [1]»

Ο δανειστής με τη συμπεριφορά του θίγει την ελευθερία και την αξιοπρέπεια του δανειζόμενου. Η ευθύνη όμως δεν είναι αποκλειστικά δική του εξαρτάται και από την άφρονα συμπεριφορά του δανειζόμενου. Η μελέτη του κειμένου αυτού του Πλουτάρχου του 1ου μ.Χ. αιώνα μας οδηγεί σε συγκρίσεις με τη σύγχρονη εποχή και τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα αλλά και προβληματισμούς. Τα παραδείγματα που αναφέρει καθώς και οι σύντομες ιστορίες αποδεικνύουν ότι ήταν δεινός μελετητής και γνώστης των έργων των παλαιότερων ποιητών και συγγραφέων αποσπάσματα από τα οποία παραθέτει συνδυάζοντας τη φιλοσοφική σκέψη με τη γραμματολογική κριτική και τα εκφέρει με τρόπο πειστικό. Ο Πλούταρχος μιλά για υπέρβαση της επιθυμίας απόκτησης πολλών υλικών αγαθών μέσω του λιτού και αυτάρκη φιλοσοφικού βίου που αποκλείει τη μαλθακότητα και την πολυτέλεια.
            Η ομιλία του ξεκινά με αναφορά στους Νόμους του Πλάτωνα : ο πολίτης δεν επιτρέπεται να παίρνει νερό από τη γη των γειτόνων του αν δεν έχει πρώτα προσπαθήσει και αποτύχει να βρει νερό στον δικό του τόπο. Ωστόσο οι γείτονες μοιράζονται το νερό, όταν δεν μπορούν να έχουν δικό τους, άρα ο νόμος είναι βοηθός τους στη δύσκολη αυτή θέση. Όμως, δεν υπάρχει νόμος που να απαγορεύει τον δανεισμό, παρά το γεγονός ότι θα έπρεπε να είχε προβλεφθεί αντίστοιχος νόμος από τον νομοθέτη.  Ο μεν πολίτης που θέλει να δανεισθεί πρέπει προηγουμένως να έχει προβεί σε έλεγχο των οικονομικών του δυνατοτήτων, η δε πολιτεία οφείλει να εξασφαλίζει την υλική αυτάρκεια των πολιτών της και ως αυτάρκεια νοείται η επιλογή των χρήσιμων και αναγκαίων αγαθών και η απόρριψη όλων των περιττών.
            Ποιοι, όμως, δανείζονται ; Ο δανεισμός δεν ασκείται από τους άπορους πολίτες, αλλά από αυτούς που κατέχουν ακίνητη περιουσία και έχουν τη δυνατότητα να έχουν εγγυητές,  ώστε να θεωρηθούν αξιόπιστοι και να επιτύχουν τον δανεισμό. Γιατί δανείζονται αφού είναι εύποροι ; Για να έχουν μεγαλύτερη οικονομική ρευστότητα και να ζήσουν βίο μαλθακό, τρυφηλό και πολυτελή, που ξεπερνά τις οικονομικές τους δυνατότητες. Αυτοί οι άνθρωποι που δεν στηρίζονται στις δικές τους δυνατότητες προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες τους, αλλά αναζητούν τη βοήθεια των τραπεζιτών μένουν μακριά από τη βοήθεια του θεού της ιδιοκτησίας. Η ασυλία που παρέχει η Εφέσια ΄Άρτεμις στους οφειλέτες και η απαλλαγή τους από τα χρέη προσφέρεται στους σώφρονες. Το ιερό της είναι ανοιχτό και απαραβίαστο μόνο γι’ αυτούς.
            Προκειμένου να ενισχύσει τις θέσεις του αυτές ο Πλούταρχος αναφέρεται σε παραδείγματα που αντλεί από την ιστορία. Ο Περικλής κόσμησε το άγαλμα της Αθηνάς κατά τρόπον ώστε να μπορεί να αφαιρεθεί ο χρυσός για να καλυφθούν οι πολεμικές ανάγκες της Αθήνας, αλλά μετά να επανατοποθετείται αμείωτος, οι γυναίκες των Ρωμαίων προσέφεραν τα κοσμήματά τους για να φτιαχτεί ο χρυσός κρατήρας των Δελφών και οι γυναίκες των Καρχηδονίων έδωσαν τα μαλλιά τους για να φτιάξουν σχοινιά για το τέντωμα των πολιορκητικών μηχανών.
            Ο δανεισμός επιβουλεύεται την ελευθερία του οφειλέτη και προσημειώνει τα πολιτικά του δικαιώματα. Επιφέρει την απαίτηση τόκου από τον δανειστή προς τον δανειζόμενο. Στο σημείο αυτό ο Πλούταρχος παίζει με τη διπλή σημασία του ρήματος «τίκτω» που σημαίνει γεννώ και παράγω τόκους και της λέξης «τόκος» που σημαίνει τέκνο, γόνος παράλληλα με τη χρηματοοικονομική της έννοια.  «Υπάρχει τόκος πριν τον τόκο, κι υπάρχει κι άλλος τόκος» αναφέρει. Η λέξη τόκος εννοεί τη γέννα. Τα χρέη των  δανειστών τίκτουν, αποφέρουν κέρδος, προτού ακόμη συλληφθούν, δηλαδή εισπραχθούν. Στο σημείο αυτό ο Πλούταρχος αναφέρεται στους φυσικούς φιλοσόφους που λένε πως τίποτε δεν δημιουργείται εκ του μηδενός. Ο τόκος γεννιέται από κάτι που ούτε υπάρχει ούτε υπήρχε. Είναι η σκουριά που ρυπαίνει την  καθημερινή ζωή, είναι αυτός που αποϊεροποιεί τον συμβολισμό των ιερών ημερών – καλένδες, νουμηνία -  σε αποφράδες ημέρες πληρωμής. Στο σημείο αυτό ο Πλούταρχος αναδεικνύει αυτό που ο Αριστοτέλης έγραψε στα Πολιτικά : «ο δε τόκος γίνεται νόμισμα εκ νομίσματος ώστε και μάλιστα παρά φύσιν ούτος των χρηματισμών εστίν».[2] Η αυτό που ο Αριστοφάνης διακωμωδεί στις Νεφέλες : «Τούτος ο τόκος πάλι, τι θηρίο είναι ; Τι άλλο βέβαια, παρά το ότι κάθε μήνα και κάθε μέρα όλο και περισσότερο γίνεται συνεχώς το χρήμα, καθώς κυλάει ο χρόνος;»[3]
Εκτός από τον δανεισμό, οι δανειστές επιβάλλουν φόρους παρανόμως και εξαπατούν. Διότι, όποιος παίρνει λιγότερα από το ποσόν που γράφει το συμφωνητικό εξαπατάται. Ψεύδονται και μάλιστα με δόλο οι δανειστές, όταν γράφουν ότι δίνουν  στον τάδε και στον δείνα ποσόν, ενώ του δίνουν λιγότερα και ψεύδονται από πλεονεξία και όχι από δυσπραγία ή από ανάγκη. Το αποτέλεσμα ; η απληστία τους καταστρέφει τα θύματά τους, ενώ εκείνοι δεν απολαμβάνουν τίποτε ούτε ωφελούνται, αφού δεν αξιοποιούν τίποτε, ούτε χρησιμοποιούν τα κατασχεμένα είτε αυτά είναι σπίτια, είτε χωράφια, είτε κινητή περιουσία.
«Φύγε να γλυτώσεις από τον εχθρό και τύραννό σου, τον δανειστή που θίγει την ελευθερία σου, βάζει πωλητήριο στην αξιοπρέπειά σου κι αν δεν του δίνεις, σε ενοχλεί· αν πουλήσεις, ρίχνει την τιμή· αν δεν πουλήσεις σε αναγκάζει· αν τον πας στο δικαστήριο προσπαθεί να επηρεάσει την έκβαση της δίκης· αν του ορκίζεσαι σε προστάζει· αν κρατάς την πόρτα κλειστή στήνεται στο κατώφλι και σου βροντά αδιάκοπα...».
Η άγρια αυτή πρακτική, αναφέρει ο Πλούταρχος, εξαπλώνεται σαν πυρκαγιά που καταστρέφει και αφανίζει τα πάντα στο πέρασμά της. Είναι το άγριον πυρ που αναλίσκει τον έναν μετά τον άλλον τους οφειλέτες. Το μόνο κέρδος που έχουν οι πιστωτές είναι να ξέρουν πόσους ανθρώπους κατέστρεψαν, πόσους οφειλέτες πούλησαν σκλάβους, πόσους ξεσπίτωσαν και να παρακολουθούν τη διαδρομή του χρήματος που έχουν συσσωρεύσει.
Η αδυναμία των ανθρώπων να ξεφύγουν από τα δεινά του δανεισμού φαίνεται ότι απασχολούσε πολύ τον μεγάλο βιογράφο της αρχαιότητας. Όπως γράφει δεν κηρύττει τον πόλεμο στους δανειστές, αλλά γράφει για να καταδείξει τη μεγάλη ντροπή και την ανελευθερία του δανεισμού τον οποίο θεωρεί ως έσχατη αφροσύνη και μαλθακότητα. «Άνθρωπος που μπλέκει μια φορά, μένει χρεώστης για πάντα και σαν το άλογο που του έχουν φορέσει χαλινάρι, δέχεται στη ράχη του τον έναν αναβάτη μετά τον άλλον», γράφει. Ο χρεώστης πλήττεται από παντού από τα χρέη που τα παρομοιάζει με την ορμή της θάλασσας, περνά από τον ένα δανειστή στον άλλον μέχρις ότου διαλυθεί.

Ο Χαιρώνειος συγγραφέας δεν στρέφεται εναντίον των δανειστών και προκειμένου να ενισχύσει τη θέση του αυτή κάνει αναφορά στον Όμηρο και συγκεκριμένα στην Ιλιάδα δανειζόμενος τη φράση : «ποτέ δεν κλέψανε τα βόδια μου ούτε και τα άλογά μου», αλλά διακηρύσσει ότι το δανείζεσθαι είναι αποτέλεσμα της εσχάτης αφροσύνης. Μπορεί  η φτώχεια να φέρνει πολλά κακά, υπερέχει όμως του πλούτου με την ξεγνοιασιά. Η παροιμία : Δεν μπορώ να κουβαλήσω την κατσίκα / φορτώστε στους ώμους μου το βόδι είναι ενδεικτική των θέσεων του Πλουτάρχου που τονίζει ότι ο δανεισμός είναι φορτίο δυσβάστακτο και για τον πτωχό και για τον πλούσιο. Η εργασία είναι το αντίδοτο : Μα πώς θα ζήσω ; ρωτάς, ενώ έχεις χέρια, έχεις πόδια, έχεις φωνή, είσαι άνθρωπος και άρα ικανός να αγαπάς και να αγαπιέσαι, να προσφέρεις και να εκφράζεις ευγνωμοσύνη για όσα σου προσφέρουν. Γίνε δάσκαλος, παιδαγωγός, θυρωρός, ναυτικός. Τίποτε από αυτά δεν είναι πιο επαίσχυντο ούτε και πιο δυσάρεστο από το να ακούς να σου λένε «πλήρωνε».
Είναι χαρακτηριστικά τα παραδείγματα που δίνει ο Πλούταρχος. Εκτός από τους δύο Ρωμαίους τον Συγκλητικό Ρουτίλιο και τον Στωικό φιλόσοφο Μουσώνιο, αναφέρει τον στωικό φιλόσοφο Κλεάνθη να απαντά στην ερώτηση του βασιλιά Αντίγονου : «ακόμη αλέθεις, Κλεάνθη;» «αλέθω, βασιλιά, ώστε να μην εγκαταλείψω τον Ζήνωνα ούτε και τη φιλοσοφία» και σχολιάζει ο Πλούταρχος : «τέτοιο ήταν το πνεύμα του ανθρώπου αυτού, που, ερχόμενος από τον μύλο και τη σκάφη του ζυμώματος, με το ίδιο χέρι που άλεθε κι έψηνε το ψωμί έγραφε για τους θεούς, τη σελήνη, τα άστρα και τον ήλιο. Κι όμως εμείς αυτές τις θεωρούμε εργασίες που μόνο σε δούλους αρμόζουν». Θεωρεί ότι τους δανειστές τους δημιούργησε η τρυφή. Για παράδειγμα αναφέρει τους χρυσοχόους, τους αργυροχόους, τους αρωματοποιείς και τους βαφείς υφασμάτων. Ο δανεισμός γίνεται όχι για τα βασικά αγαθά, δηλαδή το ψωμί και το κρασί, αλλά για να αποκτήσουμε εξοχικές κατοικίες, δούλους, μουλάρια, ανάκλιντρα και τραπεζώματα. Η επιθυμία για επίδειξη οδηγεί και σε έναν άλλο τομέα, αυτόν των χρηματοδοτήσεων θεαμάτων για τις πόλεις. Κοντολογίς ο δανεισμός είναι η διάθεση του ανθρώπου για ανταγωνισμό. Αυτός που έχει συνάψει δάνεια κολακεύει ανθρώπους που έχουν καταστρέψει σπιτικά, γίνεται ο σωματοφύλακάς τους, τους καλεί σε γεύματα, τους προσφέρει δώρα και τους πληρώνει φόρους όχι γιατί τον αναγκάζει η φτώχεια, αφού κανένας φτωχός δεν μπορεί να δανεισθεί, αλλά για χάρη της πολυτέλειας. Ο άνθρωπος όμως, που δανείζεται μία φορά, παρομοιάζεται από τον Πλούταρχο με το άλογο στο οποίο έχουν  φορέσει χαλινάρι και δέχεται στη ράχη του τον ένα αναβάτη μετά τον άλλον και περιπλανιέται μάταια, όπως οι δαίμονες που αναφέρει ο Εμπεδοκλής, οι διωγμένοι από τους θεούς και τα ουράνια. Αν όμως, αρκούμασταν στα απαραίτητα, οι δανειστές δεν θα υπήρχαν ως είδος, όπως δεν υπάρχουν Κένταυροι και Γοργόνες.
Ποια είναι η θέση που παίρνει ο Πλούταρχος για τον οφειλέτη ; «Οι οφειλέτες, λέει, είναι δούλοι όλων των δανειστών τους. Είναι δούλοι δούλων αναιδών βαρβάρων και βάναυσων.»  Είναι αυτοί που δανείζονται από τον έναν για να πληρώσουν τον άλλον. Μετακυλούν τα χρέη τους, φορτώνονται όλο και περισσότερους τόκους δυσχεραίνοντας συνεχώς την κατάστασή τους. Είναι όπως ο άνθρωπος που θα πέσει μέσα σε λάσπη. Εάν σηκωθεί αμέσως ή μείνει ακίνητος μπορεί να την αφαιρέσει, εάν όμως στριφογυρίζει μαζεύει επάνω του όλο και περισσότερη λάσπη και είναι αδύνατον να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια του. Οι οφειλέτες δεν διαφέρουν σε τίποτε από τους ανθρώπους που πάσχουν από χολέρα. Όπως οι άρρωστοι αυτοί δεν γιατρεύονται, έτσι και οι οφειλέτες μόλις πληρώσουν τον έναν τόκο αντιλαμβάνονται με οδύνη ότι ευθύς τον διαδέχεται ένας άλλος. Η σωτηρία τους, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, είναι να απαλλαγούν από τις οφειλές τους, ώστε να ζήσουν υγιείς και ελεύθεροι. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα του κειμένου : «Μα θα μείνω χωρίς δούλους, χωρίς σπιτικό και χωρίς στέγη ; ... Μείνε λοιπόν, κι εσύ χωρίς δούλους, για να μη γίνεις δούλος ο ίδιος. Και χωρίς περιουσία για να μη γίνεις περιουσία άλλου...»

 Είναι πολύ ωραίο το παράδειγμα που δίνει ο Πλούταρχος από την Οδύσσεια του Ομήρου. Η Καλυψώ έντυσε τον Οδυσσέα με «ρούχα ευωδιαστά» που ανέδιναν θεϊκή πνοή, με δώρα και ενθύμια της αγάπης της. Όταν όμως, το πλοίο του ανατράπηκε και ο ίδιος πάλευε με τα κύματα προσπαθώντας να παραμείνει στην επιφάνεια, πέταξε από πάνω του τα θεϊκά ρούχα της Καλυψώς, τύλιξε στο στήθος του ένα μαντήλι και με το βλέμμα πάντα στραμμένο στην στεριά, κολύμπησε προς την ακτή. Όταν σώθηκε δεν του έλειψαν ούτε τα ρούχα, ούτε η τροφή. Την ίδια θέση με τον Πλούταρχο είχε και ο Μένανδρος που έγραψε : «Τα δάνεια δούλους τους ελευθέρους ποιεί».

Ο Πλούταρχος τελειώνει με τέσσερεις αναφορές : η πρώτη στον Θηβαίο Κράτη, ο οποίος χωρίς να έχει δανειστεί, χωρίς να χρωστά σε κανέναν, εγκατέλειψε την περιουσία του, τις καθημερινές ευθύνες και τις έννοιες, φόρεσε ένα  φθαρμένο χιτώνα και κρατώντας ένα δερμάτινο σακούλι, ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία. Η δεύτερη στον Αναξαγόρα τον προσωκρατικό φιλόσοφο, που άφησε τη γη του να γίνει βοσκοτόπι. Η τρίτη στον λυρικό ποιητή Φιλόξενο, ο οποίος ενώ είχε κλήρο σε σικελική αποικία, πολύ άνετη ζωή και πλούσιο σπιτικό βλέποντας να βασιλεύει γύρω του η τρυφή, η ηδυπάθεια και η αμουσία εγκατέλειψε τον κλήρο του και το νησί. Η τελευταία αναφορά είναι ο Φινέας, που τυφλώθηκε από τον Δία, ο οποίος όρισε τις φτερωτές ΄Αρπυιες να του αρπάζουν το φαγητό. Έτσι και ο οφειλέτης ανέχεται τις πιέσεις των δανειστών, ανέχεται τον φόρο υποτέλειας και γίνεται σκλάβος. Ο Φινέας σώθηκε από τους Αργοναύτες, ο οφειλέτης μπορεί να σωθεί παραμένοντας μακριά από τους δανειστές, ελεύθερος και αξιοπρεπής.
Ο Πλούταρχος μέσα στα 10 μικρά, αλλά μεστά κεφάλαια του Περί του μη δειν δανείζεσθαι των Ηθικών του θέτει τον Δεκάλογο της ορθής και αποτελεσματικής συμπεριφοράς απέναντι στο φαινόμενο του δανεισμού και στις επικίνδυνες κατά κανόνα παρεκτροπές και συμπεριφορές που αυτός επιφέρει στα θύματά του. Δεν τοποθετείται εναντίον του δανεισμού αυτού καθ’ εαυτού, αλλά εξηγεί το γιατί δεν πρέπει να δανείζεται κανείς. Δέχεται ότι η φτώχεια φέρνει πολλά κακά, ο δανεισμός όμως, πολλά περισσότερα. Γιατί ο μη έχων τη χρηματική άνεση δεν αποπληρώνει, ο έχων μπορεί να αποπληρώσει, αλλά θα έχει πολλαπλασιαστεί το αρχικό δανεισθέν ποσόν από τους υψηλούς τόκους. Και στη μία κατάσταση και στην άλλη οι κίνδυνοι ελλοχεύουν: απώλεια της υγείας, της περιουσίας, και κίνδυνος να πουληθεί ο δανειζόμενος για δούλος. Από την άλλη χωρίς τον δανεισμό υπάρχουν οι δυσκολίες , τις οποίες ο Πλούταρχος δέχεται, θεωρεί όμως ότι η ξεγνοιασιά και η ελευθερία υπερέχουν του πλούτου. Η σωτηρία του είναι είναι ανώτερη από την δουλεία, την αρρώστια και τον όλεθρο αποτελέσματα του δανείζεσθαι και του πολυτελώς ζειν. Οι αφόρητες καταστάσεις του δανεισμού πρέπει να αποφεύγονται αφού είναι κάτι το αφύσικο. Τα δάνεια δένουν τους ανθρώπους με αόρατα δεσμά. Στο πέρασμα των αιώνων η ιστορία απέδειξε ότι η ανθρώπινη φύση παραμένει η ίδια και δεν αλλάζει και όπως παρατηρεί ο Θουκυδίδης «έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων ή».
Στον σύγχρονο κόσμο τα  έργα του Πλουτάρχου επηρέασαν τόσο την ευρωπαϊκή όσο και την αμερικανική λογοτεχνία. Ήδη από τα μέσα του 16ου αιώνα ο Γάλλος Jacques Amyot μετέφρασε στη γαλλική γλώσσα το Βίοι Παράλληλοι και τα Ηθικά. Το έργο αυτό γνώρισε πολλές επανεκδόσεις και συνετέλεσε στη διάδοση των ιδεών του Αρχαίου ΄Έλληνα διανοητή. Πάντα στο χώρο της γαλλικής διανόησης τα Δοκίμια του Montaigne, τα έργα των de la Boétie, και  Rabelais, αργότερα των Jean-Jacques Rousseau και Joseph de Maistre είναι βαθιά επηρεασμένα από τα έργα του Πλουτάρχου Ηθικά και Βίοι Παράλληλοι. Επίσης ο ήρωας του Maurice Leblanc Αρσέν Λουπέν έχει στο προσκέφαλό του το έργο του Χαιρώνειου φιλοσόφου Βίοι Παράλληλοι αποκαλυπτικό των επιλογών τόσο του κεντρικού ήρωα όσο και του Γάλλου συγγραφέα.
Το 1579 στη χώρα πέρα από τη Μάγχη ο Άγγλος Thomas North δημοσίευσε μετάφραση των έργων του Πλουτάρχου. Στοιχεία από το Βίοι Παράλληλοι χρησιμοποίησε ο  William Shakespeare για τις δικές του τραγωδίες. Θαυμαστές του αρχαίου Έλληνα συγγραφέα υπήρξαν επίσης οι Ben Jonson, Sir Francis Bacon, John Milton, John Dryden, και αργότερα ο  Robert Browning. Στην Αμερική τα Ηθικά επηρέασαν μεταξύ άλλων τους Alexander Hamilton και Ralph Waldo Emerson και τους υπερβατιστές.
Στη Γαλλία του 20ου αιώνα αναθερμάνθηκε το κλίμα υπέρ των Βίων και Ηθικών του Πλουτάρχου, αλλά αντίστροφα. Στο έργο του Ο βίος ειδεχθών ανθρώπων  ο  Michel Foucault έγραψε : «Στους Αρχαίους άρεσε να γράφουν τους παράλληλους βίους ονομαστών για την εποχή ανθρώπων. Άκουγαν να μιλούν γι’ αυτές τις υποδειγματικές σκιές ολόκληρους αιώνες. Οι παράλληλοι έγιναν, το ξέρω, για το διηνεκές. Ας φανταστούμε άλλους που παρεκκλίνουν … Θα ήταν το αντίθετο του Πλουτάρχου : βίοι παράλληλοι που κανείς δεν μπορεί πλέον να συναντήσει.» Τέλος το 1984 ο Pierre Michon στο έργο του Μικροσκοπικοί Βίοι δανείζεται ορισμένες από τις μεθόδους του Έλληνα συγγραφέα. Όσο όμως, κι αν περνούν τα χρόνια και οι αιώνες, όσο πολλαπλασιάζονται τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου και αυτός απομακρύνεται από τις αιώνιες αξίες του βίου όπως τον παρουσίασαν οι αρχαίοι ΄Ελληνες φιλόσοφοι, τόσο θα είναι επίκαιρος ο φιλοσοφικός λόγος του Χαιρώνειου συγγραφέα, αφού η φύση του ανθρώπου παραμένει η ίδια και τα προβλήματα τα ίδια !

                                                                        Σοφία Μωραΐτη, Δρ Φιλοσοφίας





[1] Το δανείζεσθαι της εσχάτης αφροσύνης και μαλακίας εστίν.
[2] «Ο δε τόκος είναι γέννηση νομίσματος από νόμισμα, ώστε ανήκει στους ακρότατα παρά φύσιν τρόπους απόκτησης χρημάτων.» Αριστοτέλης, Πολιτικά, Βιβλ.Α΄, κεφ.10 /Οβολοστατική
[3] «Τούτο δ’έσθ’, ο τόκος, τι θηρίον;/ Τι δ’ άλλο γ’ ή κατά μήνα και καθ’ημέραν πλέον γίγνεται υπορρέοντος του χρόνου;» Νεφέλαι, στ.1286.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.