Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015


Νάσος Δετζώρτζης

ΜΗΓΑΡΙΣ ΕΧΩ ΑΛΛΟ ΣΤΟ ΝΟΥ ΜΟΥ
Στα τετράδιά μου του σχολειού
στα δέντρα στο θρανίο μου
στο χιόνι και στην αμμουδιά
γράφω τ’όνομά σου

Σε όσες σελίδες διάβασα
σε ό,τι άγραφη σελίδα
λιθάρι στάχτη αίμα ή χαρτί
γράφω τ’όνομά σου

Στα χρυσωτά εικονίσματα
στων πολεμάρχων τ’άρματα
στων ρηγάδων τα στέμματα
γράφω τ’όνομά σου

Στων νυχτώνε τα θαύματα
στων ημερών το άσπρο ψωμί
στις αρμοσμένες εποχές
γράφω τ’όνομά σου…

Στην υγεία που αναστήθηκε
στον κίνδυνο που επέρασε
στην αλησμόνητη έλπιση
γράφω τ’όνομά σου

Κι ως ό,τι θέλεις ημπορείς
ξαναρχινώ τη ζωή μου
Να σε γνωρίζω είδα το φως
και να σε μελετάω
Ελευθερία.






Δημήτρης Μαλακάσης-Τσέκος

ΜΙΑ ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Μια περιδιάβαση είναι και η φιλοσοφία.
Και μάλιστα δε σου χαρίζει, ανάμεσα σε άλλα της ζωής,
το ωραίο ταξίδι, που λέει ο ποιητής
μα σε γεμίζει αγωνίες και βαριές σκέψεις,
αν μόνος σου δε βρεις τι πρέπει να πιστέψεις.
Να’ναι εδώ η αλήθεια, να’ναι εκεί;
Πού να στραφώ, πού ν’ακουμπήσω και να στηριχτώ;
Και προ παντός τρομάζεις, όταν μάλιστα σπουδάζεις
στον αρχαίο ακόμα λόγο,
πως όλα, μα όλα τ’ανάποδα κι αντράποδα,
τά’χουν υποστηριγμένα απ’αιώνων,
οι φιλόσοφοι …


ΤΩΡΑ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ

Αποχωρίζεται την τήβεννο,
την κολλημένη απάνω του
τριάντα πέντε χρόνια.
Αποχαιρετά σε δείπνο επίσημο
συνάδελφους παλιούς και άλλους τέως,
και παραστάτες νομικούς.
Γεμίζουνε τα μάτια του.
Και καθώς προχωρούν αποχαιρετιστήρια λόγια
και συγκινητικές προτάσεις,
αυτός αναλογίζεται πολλά προ πάντων
όμως, το κενό, σα στόμα τάφου,
σύμβολο της ανοημάτιστης ζωής του.
Τότε για πρώτη και στερνή φορά
ξεσπάει σε κλάμα, ο θλιβερός επίορκος εισαγγελέας.

ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΩ

Δε γράφει στίχους για να γίνει ποιητής
δε γράφει για να ζητήσει δόξα
δε γράφει από καμιά παραξενιά,
ούτε από λόξα σκέψης και ψυχής.
Γράφει μονάχα όταν πάσχει κι όταν πάσχεις,
από την περιπέτεια της ζωής.


 ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ

Έπαρση, Θέ μου, και φιλοπρωτία!
αυτοχρισμένος από φοιτητής ακόμα
για εθνοπατέρας, ο μπεχλιβάνης
παριστάνει το χαρισματικό. Κι αφού
μια εδώ, μια εκεί, κρυφά και φανερά,
έχει ερωτοτροπήσει με τον Α και το Β,
τώρα πια, τραβάει μ'αυτόν πού 'ρθε στα πράματα.
Στο μεταξύ περάσανε τα χρόνια, ο κοσμάκης
ξεχνάει πιο γρήγορα από μένα κι από σένα.

Τενεκέ, Αριστείδη, παλιομωραΐτη,
στιβαρά χέρια δε θα βρεθούν να σε πετάξουν όξω,
κι όπως ο μπάρμπα-Γιώργος του μπερντέ
να σε καταχερίσουνε απανωτά, στα σβέλτα,
δίνοντας μάθημα και στ'άλλα τσογλανάκια;





Κώστας Ευαγγελάτος

ΟΙ ΣΚΙΕΣ

Με θλίβει
των ταξιδιωτών η θλίψη
νύχτες χλωμές του φθινοπώρου
που απ’ το κατάστρωμα κοιτούν
της θάλασσας τα λουλακιά φαντάσματα.
Ριγούν τα τεθλασμένα σώματα τους
καθώς τα κύματα περνούν
κι’ αντανακλούν παφλάζοντας τους ίσκιους
κορμιών ηδονικών που ανώνυμα βουλιάζουν.


 ΘΕΛΩ

Δεν μου ταιριάζουν οι φωνές
τα φουσκωμένα λόγια
τα χέρια που ορθώνονται
σε πλαστικές κουβέντες.
Θέλω ουσία και καρδιά.
Θέλω φωτιά και δάκρυ.



ΑΝΟΙΞΗ
Αφιέρωμα στον Κώστα Ουράνη

Κάποιο μήνα της Άνοιξης
θα πεθάνω μονάχος
Στον ολάνθιστο κήπο μου
με της γύρης το άγχος.

Η ζωή θα φλογίζεται
απ’ του πόθου το φως΄
μα οι σκέψεις θολόπλευστες
σε ορίζοντα γκρίζο.

Η ζωή θ’ ανασταίνεται΄
μα εγώ θ’ αργοσβήνω
με τα χρώματα γύρω μου
και της πίκρας το μύρο.

Ίσως νάναι  Απρίλιος
πιθανότατα Μάης
Όπως όλοι που αγάπησα
κι’ έχουν φύγει μαζί…

Μες’ το κάδρο της νιότης της
η μορφή μου θα λάμπει
στο πηγάδι της μνήμης μου
σαν την πρώτη στιγμή.

Κάποιο μήνα της Άνοιξης
θα πεθάνω μονάχος
σε απέραντο πέλαγος
σαν αλίκτυπος βράχος.

 ΦΘΟΡΕΣ

Πατέρα μου
στο σπίτι μας
ρυτίδες αυγατίζουν
και τις σκληρές τις πέτσες του
ξεφτίζει ο σοβάς.
Όσο κι΄αν το προσπάθησες
τίποτα δεν κρατάει.
Αυλάκια και απόνερα
μας γδέρνουν φθονερά.




ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ
               

Κανείς δεν θάρθει να σε δεί
Κι’ όμως απόψε
το μουχλιασμένο σπίτι σου
πλημμύρισε με φως.
Ο κήπος με τ’ αειθαλή
στο ξάναμμα του Ιούλη
βράζει παλμούς κι’ αρώματα
με σύννεφα φωτιάς.
Εσύ κλεισμένος άκληρος
στου φόβου το μεδούλι
την πεθαμένη μάνα σου
στα κάδρα αναζητάς.
Βρουνχίλδη και Αρτέμιδα
Φωφώ και Βρυσιήδα
στης πικροδάφνης λιάζονται
τα ρόδινα  φτερά.
Λαμπρούλα και θεόπλαστη
Σταμούλα και Χριστίνα
στη λίθινη απανώστρατα
βολτάρουν σεισμικά.
Κι’ εσύ στου πόθου αμέριμνος
την άναρχη σφραγίδα
καταπατείς και γεύεσαι
τα ρόδια τα ιερά.
Έζησες δίχως έρωτα.
Πέθανες δίχως φίλο
και στο πεζούλι απόστασες
της άστοργης καρδιάς.
Όμως  κι΄ αν σε απέκρουσα
σου γράφω ένα τραγούδι…
Από τα βάθη του είναι μου
στο χάος  να γλεντάς.


ΕΜΕΙΣ

Εσύ και Εγώ
δυνάμεις αφανείς
ανάμεσα στην κάλυψη
και την αποκάλυψη
σήματα του πάθους
στην πύλη της γης.

THE ROCK GARDEN KYOTO
     Στον καθηγητή Κώστα Ε. Μπέη

Σοφέ μου φίλε
μελετάς τον κήπο με τα βράχια
σύνορα μόνος θέτοντας
στο άναρχο του νού.
Σεμνός της δίκης δάσκαλος
στη γη του πιθανού
γίνεσαι φάρος άσβεστος
στον κύκλο της Αγάπης.


Άννα Κελεσίδου

Horror vacui

Οι απέναντι άδειασαν το σπίτι,
Πήραν τις κουρτίνες και τις γλάστρες, φάνηκε
απ' τ' απέναντι παράθυρο
ο ήλιος
να λούζει το μοναδικό δωμάτιο
σα να καθάριζε
ίχνη από πατημασιές και σκόνη.


Τι κρίμα
δε θα δω πια το αναμμένο φως
να κουδουνίζει την ώρα της έγερσης
για τη δουλειά, για το σχολειό,
τον ύπνο που χρειάζονται
όσοι δεν βλέπουν όνειρα.
Δεν αντέχω το κενό όχι
μόνο
τώρα στο πλήρωμα των χρόνων μου,
αλλά κι όταν δάσος φροντίδες γέμιζε
τον χώρο και τον χρόνο
μέσα κι έξω μου.


Στη μάζωξη δεκάδων της ζωής μου
επιλέγω
τις μονοψήφιες τιμές
των πραγμάτων.
Τώρα,
το άθροισμα της θλίψης είναι
διπλό,
στα δαχτυλάκια
του παιδιού με τις μονάδες χρόνια
σφράγιζε η ντροπή
τον επιούσιο στο τεφτέρι,
όπως η σημερνή
"δεινή αναργυρία"
σφαλίζει την ψυχή μου.

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015



ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΒΡΑΔΙΑ

Κώστας Μπέης
Θα σου πω ΄να παραμύθι …

Μίλησ’ η γλαύκα,
σε γλώσσ’ ακατανόητη
για τους ανθρώπους:

-Ώρα καλή, πεντάμορφη
και απονήρευτη παιδούλα!
Στο δάσος σύντομο περίπατο
μας ήρθες για να κάνεις,
ή μακρινό ταξίδι
ξεκίνησες να πας,
σε χώρες άγνωστες,
μ’απρόοπτες κακοτοπιές;

΄Οπου και να πηγαίνεις πάντως,
εγώ, η γλαύκα, θα σου πω,
ο ουρανός δεν είν’ευοίωνος.
Βαρύ  δισάκι τον ώμο σου βαραίνει.
Αυτό μ’ανησυχεί.
Όσα πολλά κι αν έχεις φορτωθεί,
λίγα και πενιχρά θα είναι,
όταν από τις ρίζες σου
θα ΄χεις αποκοπεί.

Της αντιμίλησε διαβατικό πουλί:

-Δύσθυμη γλαύκα …
Σκοτεινή, ράθυμη και ανόρεχτη.
Πώς αποστρέφομαι
το βάρος της σοφίας σου!
Απρόθυμη στο φως
ν’ανοίξεις τα φτερά σου.
Ανήλια μούχλα αποπνέεις.
Καμμιά χορδή ευαίσθητη δεν έχεις,
να νιώσεις μυστικά μηνύματα,
π’αντιστρατεύονται
της σύνεσης την απραξία,
και στη μεγάλη περιπέτεια
μ’ακατανίκητη σαγήνη
μας καλούν.
Μεμψίμοιρη!
Δεν είσαι ικανή εσή
να πιάσεις το σφυγμό,
ν’αφουγκραστείς το καρδιοχτύπι
του ερωτευμένου.

-Φλύαρο κι απερίσκεπτο
αποδημητικό πτηνό.
Είπε και σώπασε η γλαύκα.
Τα μάτια έκλεισε.
Σε διαλογισμό περίπλοκο
βυθίστηκε ο νους της.

Το κοριτσάκι τίποτα απ’όλ’αυτά
δεν αντιλήφθηκε.
Εκείνο είχε πίστη μυστική,
μέσα σε έξαρση,
χωρίς να λογιαριάσει
όσα υπέρ κι όσα κατά
αλλιώς θα είχε δει.
Είναι αλήθεια πως η σύνεση
ενστάλαζε στο νου της
αόριστες σταλαγματιές του δισταγμού
και της αμφιβολίας.
Όμως η δυνατή της θέληση
τις προσπερνούσε.
Συνέχισε λοιπόν το δρόμο της,
με πίστη και με θάρρος.

Σαράντα χρόνια πέρασαν,
σαν να ΄τανε μια μέρα.
Η γλαύκα και το πολυτάξιδο
αποδημητικό πτηνό
δεν έτυχε να ξαναανταμώσουν.
Κάποτε, κάπου και αυτών
η παρουσία χάθηκε
στον δρόμο της διαβατικής ζωής.

Ώσπ’ αναπάντεχα, προχτές,
απόστασαν τα πνεύματά τους
πάνω στον ίδιο βράχο,
σε κακοτράχαλη ακτή.
-Ώρα καλή, γερόντισσα!
Καλά το λέν’οι άνθρωποι,
πως μοναχά ένα βουνό
δεν ξανασμίγει με βουνό.
-Καλώς το ταξιδιάρικο!
Εστοίχιωσ’ η θωριά σου,
Και συ, συνέχεια, περιπλανάσαι,
χωρίς αναπαμό.

-Ο βράχος σου, γερόντισσα,
για μένα είναι αφιλόξενος.
Απέναντι, στης αγκαλιάς του όρμου
τ΄άλλο μπράτσο,
δέντρα ολόδροσ’αντικρίζω.
ακούω τα τζιτζίκια στα κλαδιά
που φλυαρούν.
Έλα, αντάμα να πετάξουμε.
Σ’εκείνον τον παράδεισο,
να πούμε ιστορίες,
να θυμηθούμε τα παλιά.

-Εγώ, αυτήν την ώρα,
ποτέ δεν φεύγω από’δω.
Κάθομαι κι αφουγκράζομαι
την περιστέρα πό’ρχεται,
κι όλη τη νύχτα, δακρυσμένη,
το άσπρο σπίτι αγναντεύει,
που αχνοφαίνεται
μέσ’απ’τα δέντρα που το ζώνουν.

Είν’η ψυχή της κόρης
της κυράς εκείνου του σπιτιού.
Φύλακας άγγελος της μάνας της.
Δοξολογεί σεμνά.
Κι άγρυπνη αποδιώχνει κάθε κακό,
που τη μητέρα απειλεί.
-Καλότυχη μια τέτοια μάνα.
Γνωρίζεις, πούθε έρχεται,
τι κάνει, πώς διαβαίνει;
Σαν τι εκείνη συλλογάται;

-Την είχαμ’ανταμώσει,
Πριν από χρόνια, ΄πο κοινού,
σε δάσος σκιερό,
λίγο προτού η καταιγίδα να ξεσπάσει.
Της είχα πει,
τον τόπο της να μην εγκαταλείψει.
Εσύ την καλοτύχιζες,
δίχως πολλή περίσκεψη.
Φαίνεται τη λαλιά μας
δεν την κατάλαβε.
Κι έτσι συνέχισε,

Θαρρώ ότι της στάθηκε από ψηλά,
σκέπη καλόγνωμη,
μια ευλογία αδιόρατη.
Που τη θωράκιζε,
καθώς αργότερα απανωτά χτυπήματα
δέχτηκε το καημένο
από στοιχειά κακόβουλα, καλικατζάρους
και πανούργες μάγισσες.

Δεν δείχνει να’χει πάνω της
ουλές απ’τα χτυπήματα.
Ούτε η φτώχια,
μήτε του κόσμου η κακία
σκίασαν το δικό της φως,
που το χαμόγελό της, απονήρευτο,
γύρω της ακτινοβολεί.

Πεντάμορφο το σπίτι της,
δένει αρμονικά με τούτο το τοπίο.
Κάθε πρωί τα άνθη της ποτίζει,
τα ξαλαφρώνει ν’ανασάνουν.
Έχει τον τρόπο της εκείνη,
μαζί τους να συνομιλεί.
Είπε, και σώπασ’ ο παππούς,
καθώς το παραμύθι διηγόταν.

-Κι έπειτα; Ανυπόμονα
τον ρώτησε ο εγγονός.

-Έπειτα, γιε μου,
Συ θα’σαι τότε που θα λες
αυτό το παραμύθι,
καθώς θα διηγείσαι όσα εγώ
σκόρπια κι αφρόντιστα σου είπα.

Θα ξαναλές το παραμύθι,
ν’ ακούνε τα δικά σου τα παιδιά
και τα δικά σου τα εγγόνια
για τη δική σου τη γιαγιά.
Τώρα, που σήμερα
γιορτάζετε κι οι δυο,
έλα να της προσφέρουμε
αγάπης λόγια αληθινά,
κι ευχές απ’την καρδιά.

-Μαμά, γιατί δακρύζει ο παππούς;
απόρησε ο εγγονός.
Υπάρχουν, γιε μου, στη ζωή

και δάκρυα χαράς.