Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

O Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος και οι απόψεις του για την Ελλάδα και την Ευρώπη

Εισηγήτρια: Άννα Χ. Μαρκοπούλου
Δρ. Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου της Σορβόννης (Paris V René Descartes)

O Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος και οι απόψεις του για την Ελλάδα και την Ευρώπη
Καλησπέρα σας
Κατ'αρχάς θα ήθελα να ευχαριστήσω τους εκλεκτούς διοργανωτές αυτού του φιλοσοφικού συμποσίου, την κυρία Άννα Κελεσίδου καθώς και τον καθηγητή Κώστα Μπέη, για την τιμή που μού έκαμαν, να εγκαινιάσω με την παρούσα εισήγηση, την σειρά των ομιλιών που πρόκειται να γίνουν στο πλαίσιο του Κέντρου Δικανικών Μελετών.
Στην σημερινή ζοφερή πραγματικότητα, στην οποία η οικονομική κρίση αναδεικνύεται για τους νεοέλληνες κυρίαρχη, η επιστροφή στις ρίζες είναι επείγουσα. Με αυτήν την έννοια, ο διαλεκτικός λόγος του μεγάλου πλατωνιστή Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου, αποτελεί μια αέναη πηγή εμπνεύσεως και στοχασμού για την προσέγγιση της σύγχρονης νεοελληνικής κοινωνίας.
Όμως, πριν προχωρήσουμε, ας πούμε λίγα λόγια για την ζωή και το έργο αυτού του μεγάλου πνευματικού ανδρός: Ο Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος γεννήθηκε το 1900 στον Βασσαρά της Σπάρτης. Αφού φοίτησε στην Ριζάρειο Εκκλησιαστική σχολή, ως υπότροφος του κράτους, πήγε το 1920 στη Βιέννη για σπουδές Κλασικής Φιλολογίας και Φιλοσοφίας και το 1922 μετακινείται στη Χαϊδελβέργη για να σπουδάσει αποκλειστικά Φιλοσοφία, όπου, αφού παρακολούθησε κυρίως τα μαθήματα του φιλοσόφου Ρίκκερτ, ανακηρύσσεται διδάκτωρ το 1925. Τρία χρόνια αργότερα επιστρέφει στην Ελλάδα. Από το 1929 έως το 1940 ιδρύει, με συνεργασία των Κωνστ. Δ. Τσάτσου και Παν. Κανελλοπούλου, το Αρχείον της Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών, στο οποίο εδημοσίευσε πολλές φιλοσοφικές πραγματείες. Το 1930 εκλέγεται υφηγητής και το 1933 τακτικός καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το 1939 εκλέγεται καθηγητής της Συστηματικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου θα διδάξει σχεδόν τριάντα ολόκληρα χρόνια, ώς το 1967. Το 1945 και το 1967 διετέλεσε υπουργός Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας. Το 1960 εκλέγεται στην Ακαδημία Αθηνών και το 1971 κυκλοφορεί ο πρώτος τόμος της Φιλοσοφίας, της επετηρίδας του Κέντρου Φιλοσοφίας της Ακαδημίας, που ο ίδιος ίδρυσε. Το 1975 ίδρυσε στην Μαγούλα της Σπάρτης, κοντά στον Μυστρά, την Ελεύθερη Σχολή Φιλοσοφίας - ο Πλήθων, στην οποία ειδικοί παρέδιδαν μαθήματα φιλοσοφίας στο ευρύ κοινό.

Ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος πέθανε τον Φεβρουάριο του 1981. Το έργο του απλώνεται σε χιλιάδες σελίδες. Η αναγραφή των δημοσιευμάτων του (Φιλοσοφία, τόμ. 10-11, 1980-1981) περιλαμβάνει 53 τίτλους βιβλίων και 225 τίτλους άρθρων, ομιλιών και βιβλιοκρισιών.
Γιατί, όμως, ο λόγος του Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου αναδεικνύεται τόσο επίκαιρος σήμερα;
Επειδή ακριβώς αυτός ο λόγος είναι, όπως προαναφέραμε, διαλεκτικός: Αναδεικνύει δηλαδή την ιστορικότητα της διαλεκτικής σχέσεως μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης, η οποία συνίσταται στο ότι το σύνολο των ιδεών και των αξιών, που συγκροτούν τον πυρήνα του σημερινού ευρωπαϊκού πνεύματος, είναι δημιούργημα του ελληνικού πνεύματος· ως εκ τούτου, μέσα στην διαχρονία, έχει συνυφανθεί μία αμφίδρομη σχέση μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρώπης, έτσι ώστε ούτε η Ευρώπη να μπορεί να υπάρξει χωρίς την Ελλάδα, αλλά ούτε και η Ελλάδα χωρίς την Ευρώπη.
Ο Θεοδωρακόπουλος αναφέρει σχετικά ότι:
Η Ελλάς είναι γεωγραφικώς μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Όμως, είναι συγχρόνως η Ελλάς και η δημιουργός του πνεύματος της Ευρώπης. Επί πλέον δε, αν και είναι η δημιουργός του πνεύματος της Ευρώπης, η Ελλάς κρατεί διά τον εαυτόν της την ολωσδιόλου συγκεκριμένην και ιδιαιτέραν φυσιογνωμίαν της [...] Όλαι αι βασικαί ιδέαι, που αποτελούν τον πυρήνα του ευρωπαϊκού πνεύματος, είναι, χωρίς αμφιβολίαν, δημιουργήματα της χώρας, η οποία φέρει το λαμπρόν όνομα Ελλάς. Αι ιδέαι αυταί εγεννήθησαν και εδοκιμάσθησαν και εκρίθησαν εδώ και έγιναν οι μοχλοί της ζωής των ευρωπαϊκών λαών. Δυνάμεθα, λοιπόν, να είπωμεν ότι όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί τρώγουν τον πνευματικόν άρτον της Ελλάδος. (Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου, Ελλάς και Ευρώπη, Διάλεξις γενομένη εις την αίθουσαν της Αρχαιολογικής Εταιρίας την 27ην Φεβρουαρίου 1963, Αθήναι 1963, σ. 1 και 5).
Υπό αυτό το πρίσμα, ο σύγχρονος Έλληνας συνειδητοποιεί ότι η οικονομική κρίση δεν είναι η γενεσιουργός αιτία της σημερινής παρακμής της  Ελλάδος, αλλά ότι, αντιστρόφως, είναι η κρίση των αξιών, η οποία, ακριβώς επειδή καταλύει το κοινό αξιακό υπόβαθρο, δηλαδή τον συνδετικό κρίκο μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρώπης, αποκόπτει την ελληνική κοινωνία τόσο από τις ρίζες του ίδιου του πολιτισμού της όσο και, ταυτοχρόνως, από τους στενούς δεσμούς της με την Ευρώπη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική κοινωνία, απογυμνωμένη από τον διάκοσμον των αξιών και των συνακόλουθων παραδοσιακών αρετών της, γίνεται άναρχη, αμνήμων και, ως εκ τούτου, άμουσος, εφόσον χάνει την επαφή της με τα νάματα του ελληνικού και, ιδιαίτερα, του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, τα οποία θα μπορούσαν να την διατηρήσουν ζωντανή, με ακέραια την εσωτερική της συνοχή.
Κυρίως, όμως, η ψυχή της Ελλάδας χάνει την εσωτερική της αρμονία, η οποία, λειτουργώντας καθ'ομοίωσιν της αρμονίας της ψυχής της αρχαίας ελληνικής πόλεως, συνιστά την προϋπόθεση της ελευθερίας της, αλλά και της ιδιοπροσωπίας της, εφόσον, αυτή η εσωτερική αρμονία, διαχωρίζει, τόσο την Ελλάδα όσο και ολόκληρη την Ευρωπη, με ριζικό τρόπο, από την Ασία· ως εκ τούτου, η Ελλάδα υποτάσσεται πλέον και καθίσταται έρμαιο και βορά της εκάστοτε οικονομικής εξουσίας, η οποία, σήμερα, λειτουργεί στην Ευρώπη, καθ'ομοίωσιν του ρωμαϊκού imperium.
Ο Θεοδωρακόπουλος γράφει σχετικά ότι:
Πέραν τούτου, η πόλις, η αρχαία ελληνική πόλις και το πνεύμα της ελευθερίας είναι το μέγα πολιτικόν κατόρθωμα των Ελλήνων. Εντός της πόλεως, πρώτην φοράν εις την ιστορίαν του κόσμου, οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα της ισοτιμίας και της ισηγορίας. Οι άνθρωποι γίνονται πολίται, παρόμοιον δε γεγονός δεν υπάρχει εις όλην την προηγούμενη ιστορίαν του κόσμου και προπαντός εις την ιστορίαν της Ασίας. Όπως η φιλοσοφία, έτσι και η πόλις εχώρισε ριζικώς την Ευρώπην από την Ασίαν. Λέγεται γενικώς ότι οι Ρωμαίοι εδημιούργησαν την έννοιαν της πολιτείας. Έχω την γνώμην ότι τούτο αποτελεί μίαν ιστορικήν - και μάλιστα βαρείαν - πλάνην.
Οι Ρωμαίοι εδημιούργησαν όχι την πολιτείαν, αλλά το imperium και εις αυτό υπεδούλωσαν τους λαούς, τους οποίους κατέκτησαν. Ούτε η Αίγυπτος, ούτε αι Ινδίαι, ούτε η Κίνα, ούτε η Μεσοποταμία εδημιούργησαν ποτέ πόλεις, δηλαδή πολιτικά συστήματα, πολιτικάς μονάδας, όπου οι άνθρωποι να έχουν συνείδηση του πολίτου, να έχουν το δικαίωμα της ισηγορίας και να θεωρούνται πολιτικώς ισότιμοι. (Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου, Ελλάς και Ευρώπη, όπ. παρ., σ. 5-6).
Σε αυτό το πλαίσιο, η αρχαία ελληνική πόλις αναδεικνύεται ως ουσιαστική προϋπόθεση τόσο της ιδιοπροσωπίας της Ελλάδος όσο και του εξελληνισμού της Ευρώπης, αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητος, εφόσον η έννοια της δημοκρατίας, γέννημα της αρχαίας ελληνικής πόλεως, είναι, σήμερα, οικουμενική. Με αυτήν την έννοια, η δημοκρατία και η ελληνική φιλοσοφία συνιστούν αξίες οικουμενικές και, ως εκ τούτου, τα μέσα του εξελληνισμού, όχι μόνον της Ευρώπης, αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Ο Θεοδωρακόπουλος επισημαίνει σχετικά ότι:
Πέραν όμως της Ευρώπης δεν είναι υπερβολή να ισχυρισθή κανείς ότι γίνεται σήμερα, αυτό είναι πεποίθησίς μου, ένας αθόρυβος εξελληνισμός της ανθρωπότητος. Και βεβαίως εις τούτο δεν θα επιμείνω τώρα περισσότερον, αλλά θα είπω μόνον τόσον, ότι οι τρόποι με τους οποίους γίνεται ο εξελληνισμός αυτός είναι πάρα πολλοί και αναφέρω απ'αυτούς τους τρόπους δύο μόνον: ο ένας είναι ο πολιτικός, το πολιτικόν ιδανικόν της πόλεως, της ελευθερίας, από το ένα μέρος, το οποίον εδημιουργήθη εδώ· όλοι δε σήμερα ζητούν ακριβώς αυτήν την ελευθερίαν, όλοι ζητούν δημοκρατίαν, η έννοια αυτή είναι σήμερον οικουμενική. Η λέξις δημοκρατία ακούεται εις τας γλώσσας όλων των λαών και όλων των φυλών, είναι δε δημιούργημα ελληνικόν. Ο άλλος τρόπος εξελληνισμού της ανθρωπότητος έρχεται από την ελληνικήν φιλοσοφίαν. Η ελληνική φιλοσοφία διδάσκεται σήμερον εις όλα τα Πανεπιστήμια του κόσμου και βέβαια τούτο σημαίνει ότι το σύστημα των εννοιών της ελληνικής φιλοσοφίας είναι μία γλώσσα καθολική, με την οποίαν κανείς, οπουδήποτε της γης ευρεθή, είναι δυνατόν να συνομιλήση με τον συνάνθρωπόν του. [...] Ώστε, αν και το ελληνικόν πνεύμα έχει πατρίδα, όμως εκ των πραγμάτων έχει χαρακτήρα οικουμενικόν. Είναι πνεύμα γενικώς του ανθρώπου. [...] Πρέπει να έχωμεν συνείδησιν αυτού του γεγονότος ότι ο κόσμος αθορύβως, αλλά και διά μέσου επαναστάσεων και πολέμων, εφ'όσον και τα δύο αυτά γίνονται εν ονόματι της ελευθερίας των λαών, εξελληνίζεται με τα αγαθά του ελληνικού πολιτισμού, τα οποία έχουν οικουμενικόν χαρακτήρα. Κλασσικά κείμενα φιλοσοφικά και ιστορικά και γενικά κείμενα τέχνης είναι τα μόνιμα εκπαιδευτικά μέσα, τα οποία καλλιεργούνται εις όλα τα Πανεπιστήμια του κόσμου. [...] Κανείς λαός δεν εφιλοσόφησε, αλλά και κανείς δεν ηδυνήθη να φιλοσοφήση άνευ των Ελλήνων. Η φιλοσοφία των Ελλήνων παραμένει μέχρι σήμερον το ακμαίον σύστημα εννοιών διά του οποίου η ανθρωπότης - και όχι μόνον η ελευθέρα - εκφράζει την πίστιν της δι'όλα τα πράγματα, την πίστιν της περί της αξίας του ανθρώπου και του νοήματος γενικώς της ζωής. Το σύστημα των εννοιών της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας έγινε πράγματι οικουμενικόν σύστημα εννοιών. (Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου, Ελλάς και Ευρώπη, όπ. παρ., σ. 9-11).
Με ποιόν τρόπο, όμως, πραγματοποιήθηκε ο εξελληνισμός της Ευρώπης;
Σύμφωνα με τον Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλο, ο εξελληνισμός της Ευρώπης πραγματοποιήθηκε μέσω της διαδόσεως του Χριστιανισμού, ο οποίος εισήλθε στον ευρωπαϊκό κόσμο μέσω του Ελληνισμού και, ειδικώτερα, με όχημα την αθάνατη ελληνική γλώσσα. Εφόσον η γλώσσα, λέγει ο Θεοδωρακόπουλος, δεν είναι απλώς ένα νεκρόν σύστημα λέξεων, αλλά ένα ψυχικόν σύνολον συμβόλων ενός πνεύματος, η ελληνική γλώσσα υποδέχθηκε τον Χριστιανισμό με τα σύμβολά της, του έδωσε χρώμα και, ως εκ τούτου, του προσέδωσε Ελληνική καταγωγή. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι η Καινή Διαθήκη είναι κείμενο που γράφτηκε, εκτός από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, στα Ελληνικά, αναδεικνύει ότι η ελληνική γλώσσα συνετέλεσε με αποφασιστικό τρόπο στην διάδοση ενός εξελληνισμένου Χριστιανισμού και, συνακόλουθα, στον εξελληνισμό της Ευρώπης.
Ο εξελληνισμός αυτός της Ευρώπης παρέμεινε ζωντανός, λόγω της αενάου ανανεώσεως του ευρωπαϊκού πνεύματος, μέσω του αδογμάτιστου χαρακτήρος του ελληνικού πνεύματος. Το αδογμάτιστο αυτό πνεύμα έλκει την καταγωγή του από τον διαλεκτικό χαρακτήρα της ελληνικής φιλοσοφίας, η οποία, ήδη από την γέννησή της μέσα στο πνεύμα των προσωκρατικών φιλοσόφων, διέπεται από την αδιάκοπη αναζήτηση της πρώτης κοσμογονικής αρχής καθώς και από τον παρμενίδειο πολύδηριν έλεγχον στην έρευνα για την αλήθεια.
Ο Θεοδωρακόπουλος αναφέρει σχετικά ότι:
Άλλο μέγα προνόμιον του ελληνικού πνεύματος υπήρξε και είναι το αδογμάτιστον. Το αδογμάτιστον τούτο επέτρεψε εις το ελληνικόν πνεύμα να ανανεώνεται συνεχώς, να είναι πάντοτε νέον. [...] Με αυτό το αδογμάτιστον ανανεώνεται συνεχώς και το ευρωπαϊκόν πνεύμα. Αντιθέτως, όλα τα Ασιατικά πνεύματα είναι δογματικά και διά τούτον τον λόγον γηραλέα. Δι'αυτό εις την Ασίαν οι αιώνες και οι χιλιετηρίδες είναι ωσάν να μη κινούνται, ενώ εις την Ελλάδα και την Ευρώπην κινούνται τα πάντα. Εις την Ελλάδα μάλιστα κινούνται ανά πάσαν στιγμήν τα πάντα. Και διά τούτο ακριβώς είναι δύσκολη η ζωή εις την Ελλάδα, διότι διαρκώς αναθεωρούνται εδώ τα πάντα, κρίνονται και ελέγχονται τα πάντα. (Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου, Ελλάς και Ευρώπη, όπ. παρ., σ. 11).
Όμως, οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, αφενός, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλο, ήσαν εμφύλιοι πόλεμοι μεταξύ των Ευρωπαίων και επέφεραν την καταστροφή της Ευρώπης καθώς και την απώλεια της υπερπόντιας ακτινοβολίας της Ευρώπης και, αφετέρου, ο σχηματισμός του όγκου της κομμουνιστικής δυνάμεως από το ένα μέρος και η αυξανόμενη ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών από το άλλο, ανάγκασαν την Ευρώπη να αρχίσει να σκέπτεται για την ένωσή της.
Είναι ενδεικτικό ότι ο στοχασμός του Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου συναντάται, σε αυτό το σημείο, με το πνεύμα του μεγάλου γερμανού φιλοσόφου Μάρτιν Χάϊντεγκερ, ο οποίος, στο μνημειώδες έργο του με τίτλο Εισαγωγή στη Μεταφυσική, επισημαίνει σχετικά ότι:
Τούτη η Ευρώπη, με την αγιάτρευτη τυφλότητά της, πάντοτε στο σημείο να αυτοκτονήση, κείται σήμερα μέσα σε μιά τεράστια λαβίδα, ανάμεσα στη Ρωσία από τη μιά και στην Αμερική από την άλλη. Μεταφυσικά ιδωμένες, Ρωσία και Αμερική είναι το ίδιο πράγμα· η ίδια ολέθρια μανία της εξαπολυμένης τεχνικής και των άρριζων οργανώσεων του μέσου ανθρώπου. [...] Και αν η μεγάλη απόφαση σχετικά με την Ευρώπη δεν είναι η απόφαση της εκμηδένισης, τότε δεν μπορεί τούτη να αναφέρεται αλλού, παρά στην ανάπτυξη νέων ιστορικών πνευματικών δυνάμεων, που θα πηγάσουν από το κέντρο. (Χάϊντεγκερ Μ., Εισαγωγή στη Μεταφυσική (Εισαγωγή, Μτφρ., Επιλεγόμενα Χρήστου Μαλεβίτση), Εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 31990, σ. 67-69).
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέκυψε ως αντίδοτο στην εσωτερική κατάρρευση του μεγάλου ασθενούς, δηλαδή της Ευρώπης,   κατάρρευση, την οποία, όπως ο ίδιος ο Θεοδωρακόπουλος επισημαίνει, είχε ήδη διαβλέψει ο Νίτσε, ο οποίος γράφει σχετικά ότι:
Ολόκληρη η ευρωπαϊκή κουλτούρα μας θαρρείς πως κινείται εδώ και κάποιο καιρό ήδη προς μια καταστροφή, με μια βασανιστική ένταση, που μεγαλώνει από δεκαετία σε δεκαετία: ανήσυχα, βίαια, βιαστικά: σαν ένα ποτάμι που θέλει να φτάσει στο τέλος, που δεν αναλογίζεται, που φοβάται να αναλογιστεί. (Νίτσε Φρ., Η Θέληση για Δύναμη, Εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 15).
Ποιός, όμως, θα είναι ο χαρακτήρας αυτής της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, μέσω του οποίου αυτή θα διαφοροποιηθεί τόσο από την Σοβιετική Ένωση όσο και από την Ένωση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής;
Ο διαλεκτικός λόγος του Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου αναδεικνύει τον αντίστοιχο διαλεκτικό χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, δηλαδή την διαφορετικότητα και την ποικιλία των λαών, από την αντιθέσεις των οποίων θα δημιουργηθεί η σύνθεση και η αρμονία των πνευμάτων.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα προσβλέπει προς την τυποποίηση και τον ομοιόμορφο τρόπο ζωής των λαών, αλλά προς την διατήρηση της ιδιοπροσωπίας τους και της συνακόλουθης διαφοροποίησης και της ποικιλίας των επιμέρους πολιτισμών που την συνθέτουν, ενώ ταυτόχρονα θα έχει σαν απώτερο στόχο την υπεράσπιση των κοινών συμφερόντων των λαών.
Με αυτήν την έννοια, ο Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος αντιδιαστέλλει την Σοβιετική Ένωση και την Ένωση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, οι οποίες διέπονται, όπως θα λέγαμε σήμερα, από ένα πνεύμα παγκοσμιοποίησης και ομοιομορφίας, από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από ένα πνεύμα διαλεκτικό, το οποίο θα συνυφαίνει τις αντιθέσεις και τις διαφορές, σε μία κοινότητα αρμονική.
Όμως η ένωσις αυτή έχει - ή τουλάχιστον πρέπει να έχη κατά την γνώμην μου - όλως διαφορετικόν χαρακτήρα από τας άλλας ενώσεις. Ούτε η Σοβιετική Ένωσις, ούτε η Ένωσις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής είναι δυνατόν ν'αποτελέσουν υπόδειγμα διά την ένωσιν της Ευρώπης. Και εις την Αμερικήν και εις την Ρωσίαν, παρά τας διαφοράς, το ιδανικόν είναι η τυποποίησις, η εξομοίωσις όλων προς όλους, η μονοτυπία θα έλεγα. Η ποικιλία του πνεύματος όμως είναι η δύναμις της Ευρώπης. Η εξομοίωσις εδώ δεν θα ήτο λύσις του προβλήματος, διότι η εξομοίωσις θα ωδήγει εις την επιπέδωσιν του ευρωπαϊκού πνεύματος. [...] Και τούτο σημαίνει, θα κινδυνεύσει ν'απορροφηθή αυτομάτως από την Ασίαν. Ο μέγας κίνδυνος διά την Ευρώπην είναι λοιπόν η ομοιομορφία τυχόν της ζωής της. Συνεπώς καλός Ευρωπαίος είναι εκείνος, ο οποίος αναγνωρίζει την διαφοράν των ευρωπαϊκών λαών, εργάζεται όμως διά τα κοινά συμφέροντά των. [...]Τοιουτοτρόπως, από την διαφοράν και την ποικιλίαν, ακόμη και από την αντίθεσιν δημιουργείται η σύνθεσις, η αρμονία των πνευμάτων. [...] Ουδείς όμως κατά βάθος ευρωπαϊκός λαός νοείται δίχως τον άλλον, είτε θετικώς είτε αρνητικώς. Ούτε η πνευματική του ζωή, ούτε η πολιτική του ζωή, ούτε η οικονομική του ζωή νοείται δίχως την ζωήν των άλλων. [...] Όταν εις μίαν σειράν άρθρων μου, προ 15 ετών, εξήγησα την ανάγκην να ενωθή οικονομικώς και πολιτικώς η Ευρώπη και η Αγγλική Κοινοπολιτεία μαζί, - έτσι το εφανταζόμην τότε, - ετόνισα ότι η Ένωσις αυτή δεν σημαίνει αφομοίωσιν του ενός λαού από τους άλλους η οποία, αν ποτέ γίνη, πράγμα κατ'εμέ αδύνατον, η αφομοίωσις δηλαδή, θα εσήμαινε την καταστροφήν της Ευρώπης, ως μονάδος κοινωνικής και πολιτιστικής. Το δυναμικόν της Ευρώπης πρέπει να κρατήση την ποικιλίαν εις την χιλιάδων ετών ιστορίαν του, η οποία είναι γραμμένη όχι μόνον εις την γλώσσαν αλλά και εις όλα τα μνημεία του καθενός λαού. (Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου, Ελλάς και Ευρώπη, όπ. παρ., σ. 13-15).
Ποιά είναι, όμως, η θέση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση;
Εδώ ο λόγος του Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου αναδεικνύεται σχεδόν προφητικός: Επισημαίνει δηλαδή ότι η γεωπολιτική θέση της Ελλάδας είναι τέτοια, που η είσοδός της στην Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά, θα εντείνει στο μέγιστο βαθμό, όλα τα ήδη υπάρχοντα εσωτερικά της προβλήματα. Και τούτο γιατί, μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, η εικόνα του περιβάλλοντος του ελληνικού χώρου έχει μεταβληθεί ριζικά.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος επισημαίνει ότι από τα νοτιοανατολικά της Ελλάδας, οι Αραβικοί λαοί αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη αυτοσυνειδησία και προβλέπει ότι ίσως κάποτε ενωθούν· διαβλέπει, επίσης, την σπουδαιότητα του, τότε, νεότευκτου κράτους, του Ισραήλ, το οποίο θα είναι, λέγει, η μόνη πολιτική μονάδα, που στα επόμενα χρόνια, θα είναι σοβαρός ανταγωνιστής των Ελλήνων στην Ανατολική λεκάνη της Μεσογείου· επίσης, διαβλέπει την μεγάλη γεωπολιτική σημασία που έχει, για την Ελλάδα, η οργάνωση των Σλαβικών κρατών, εφόσον, λέγει, είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που υπάρχει στα βόρεια της Ελλάδας, οργανωμένο και πολυπληθές κράτος.
Υπό αυτές τις συνθήκες που διαμορφώνονται γύρω από τον Ελληνικό χώρο, το μόνο που απομένει στην Ελλάδα, είναι, σύμφωνα με τον Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλο, η διέξοδος και η δράση προς τη θάλασσα, εφόσον, επιπρόσθετα, από την ξηρά, έχει αποκοπεί η Ελλάδα από την ελεύθερη Δυτική Ευρώπη, μέσω της παρεμβολής του κομμουνιστικού συνασπισμού. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα δέχεται την διττή πίεση, αφενός όλου του όγκου της Ασίας και, αφετέρου, της κομμουνισιτικής Ευρώπης. Εφόσον η Ελλάδα είναι, υποστηρίζει, ένας εξώστης της Ευρώπης, ένα σύμπλεγμα βράχων και μικρών πεδιάδων, δέχεται συνεχώς αυτή την διττή πίεση, την πίεση της ξηράς προς την θάλασσα και μία αντίθετη προς αυτήν πίεση, αυτή του Ωκεανού προς την ξηρά, η οποία είναι ισχυρότερη από την πρώτη.
Πώς, λοιπόν, θα πρέπει να αμυνθεί και να οχυρωθεί η Ελλάδα, προκειμένου να αντιμετωπίσει, αφενός αυτές τις μεγάλες γεωπολιτικές πιέσεις και, αφετέρου, τις εντάσεις που θα γεννήσει η είσοδός της στην Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά;
Ο Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος επισημάινει ότι μόνο η εσωτερική αναδιάρθρωση και ανάπτυξη της χώρας θα μπορέσει να καταστεί η ασπίδα της Ελλάδας για την αντιμετώπιση των παραπάνω πιέσεων.
Πώς, όμως, θα επιτευχθεί αυτή η ανάπτυξη;
Σε αυτό το σημείο, ο Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος επισημαίνει την σπουδαιότητα της ανάπτυξης μιας αυτόχθονης ελληνικής βιομηχανίας, δηλαδή μιας βιομηχανίας ισότιμης προς αυτή των ανεπτυγμένων κρατών της Ευρώπης. Όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει:
Δεν είναι πλέον δυνατόν σήμερον ένας λαός να κρατήση την γην του και τον τόπον του χωρίς ιδικήν του βιομηχανίαν, εκτός αν θέλη να τον αλέση ο τροχός της Ιστορίας, διότι τα πράγματα είναι σκληρά και αδυσώπητα. (Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου, Ελλάς και Ευρώπη, όπ. παρ., σ. 17).
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος αναδεικνύει, με σχεδόν προφητικό τρόπο, την μεγάλη σημασία της οικονομικής αυτάρκειας για την χώρα, προκειμένου αυτή να μην αναγκασθεί να προβεί, όπως σήμερα, σε έναν άκρατο και άκριτο δανεισμό, ο οποίος, μέσω των πολλαπλών εξαρτήσεων που δημιουργεί, αναδεικνύεται καταστροφικός για την ίδια την υπόσταση και την ύπαρξη της χώρας.
Το πρόβλημα της οικονομικής αυτάρκειας της χώρας μας είναι πολύ παλαιό και ανάγεται στους χρόνους του Πλουτάρχου. Ήδη από τον 1ο αιώνα μ. Χ., ο Πλούταρχος, στο έργο του με τίτλο Περί του μη δειν δανείζεσθαι, θέτει ως αναγκαία προϋπόθεση για την συγκρότηση μιάς ευνομούμενης πολιτείας, την θέσπιση νόμου, προκειμένου να μην δανείζονται οι άνθρωποι από άλλους  ούτε να κατευθύνονται προς ξένες πηγές εισοδημάτων, χωρίς προηγουμένως να έχουν προβεί σε έλεγχο των οικονομικών τους δυνατοτήτων και να έχουν συγκεντρώσει ό,τι τους είναι χρήσιμο και αναγκαίο.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Πλούταρχος θέτει ως προϋπόθεση της ευνομούμενης πολιτείας την υλική αυτάρκεια των πολιτών της, αυτάρκεια που ανακύπτει από την ενσυνείδητη επιλογή των χρήσιμων  και αναγκαίων αγαθών καθώς και στη συνακόλουθη ενσυνείδητη απόρριψη των άχρηστων και περιττών αγαθών.
Αναφέρει σχετικά ότι:
Ο Πλάτων εν τοις Νόμοις ουκ εά μεταλαμβάνειν ύδατος αλλοτρίου τους γείτονας, αν μη παρ'αυτοίς ορύξαντες άχρι της κεραμίτιδος καλουμένης γης άγονον εύρωσι νάματος το χωρίον· η γαρ κεραμίτις φύσιν έχουσα λιπαράν και πυκνήν στέργει παραλαβούσα το υγρόν και ου διίησι· δειν δε μεταλαμβάνειν ταλλοτρίου τους ίδιον κτήσασθαι μη δυναμένους· απορία γαρ βοηθείν τον νόμον. άρ'ου δη έδει και περί χρημάτων είναι νόμον, όπως μη δανείζωνται παρ'ετέρων μηδ'επ'αλλοτρίας πηγάς βαδίζωσι, μή πρότερον οίκοι τας αυτών αφορμάς εξελέγξαντες και συναγαγόντες ώσπερ εκ λιβάδων το χρήσιμον και αναγκαίον αυτοίς; (Πλουτάρχου, Περί του μη δείν δανείζεσθαι, παρ. 1, στ. 827D-F).
(Ο Πλάτων στους Νόμους δεν αφήνει τους γείτονες να παίρνουν ξένο νερό <ο ένας από τον άλλο>, εάν προηγουμένως δεν σκάψουν στο δικό τους χωράφι, μέχρι το επονομαζόμενο στρώμα του πηλού και το βρουν άνυδρο· επειδή ο πηλός, εφόσον η φύση του είναι υγρή και πυκνή, συγκρατεί το νερό που φτάνει σ'αυτόν και δεν το αφήνει να φύγει· πρέπει, όμως, να παίρνουν το ξένο <νερό> όσοι αδυνατούν να αποκτήσουν δικό τους· γιατί ο νόμος βοηθά αυτούς που ευρίσκονται σε αδυναμία εξεύρεσης λύσης. Άραγε, λοιπόν, δεν θα έπρεπε να υπάρχει νόμος σχετικός με τα χρήματα, έτσι ώστε <οι άνθρωποι> να μην δανείζονται από άλλους, χωρίς προηγουμένως να έχουν ελέγξει στο σπίτι τους τις δικές τους οικονομικές δυνατότητες και συνάγουν, σαν από μικρά ρυάκια, μόνο το χρήσιμο και αναγκαίο γι'αυτούς;) (Η απόδοση του χωρίου του Πλουτάρχου είναι της υπογράφουσας).
Στη συνέχεια, ο Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος επισημαίνει την σπουδαιότητα της ανάπτυξης της γεωργικής παραγωγής και των γεωργικών προϊόντων, προκειμένου να ενδυναμωθεί η ελληνική βιομηχανία, μέσω της προσελκύσεως τόσο των ελληνικών όσο και των ξένων επενδύσεων και κεφαλαίων.
Λέγει χαρακτηριστικά ότι:
Έπειτα είναι το θέμα της παραγωγής της γεωργικής και των προϊόντων αυτής, θέμα μέγα. [...] Η ίδρυσις βιομηχανίας θα γίνη, διότι βεβαίως δεν είναι δυνατόν να γίνη τίποτε άλλο. Θα γίνη και με ελληνικά και με ξένα κεφάλαια, τα οποία θα έλθουν εδώ, διότι το κεφάλαιον, όσο δειλόν είναι όταν δεν έχη ασφάλειαν, τόσον τολμηρόν είναι όταν έχη ασφάλειαν, και ασφάλεια θα υπάρχη. Τότε θα έλθη αυτό το κεφάλαιον εδώ και θα έλθη δι'εαυτό, αλλά θα απασχολήση τους Έλληνας. Συγχρόνως θα έλθη και διά να κατακτήση την Αγοράν της Μέσης Ανατολής, διότι θα έχη συμφέρον προς τούτο. (Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου, Ελλάς και Ευρώπη, όπ. παρ., σ. 17-18).
Προϋπόθεση, όμως, της ορθής ανάπτυξης, τόσο της βιομηχανίας όσο και της γεωργικής παραγωγής είναι, σύμφωνα με τον Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλο, η ταυτόχρονη και ισότιμη καλλιέργεια της γενικής και της τεχνικής παιδείας.
Αναφέρει σχετικά ότι:
Κάτω, όμως, από το θέμα τούτο, της βιομηχανικής και τεχνικής οργανώσεως του τόπου υπάρχει το τεράστιον θέμα της παιδείας, του οποίου η σημασία καταδεικνύεται συνεχώς και περισσότερον, της παιδείας όπως είναι ανάγκη σήμερον να αποκτηθή αύτη. Διότι, χωρίς την πνευματικήν υποδομήν, την οποίαν η παιδεία θα δώση, δεν είναι δυνατή ούτε η ανάπτυξις της βιομηχανίας, ούτε η ανάπτυξις της γεωργίας, με την έννοιαν και με την έντασιν με την οποίαν την χρειαζόμεθα. Απαιτείται, λοιπόν, παιδεία γενική και παιδεία ειδική και τεχνική. (Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου, Ελλάς και Ευρώπη, όπ. παρ., σ. 18).
Συναφής προς την υλική όσο και την πνευματική ανάπτυξη της χώρας είναι και η ποιότητα της ηγεσίας. Σε αυτό το σημείο, ο Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος αναδεικνύεται πολύ επίκαιρος, εφόσον επισημαίνει ότι η πολιτική ηγεσία, υπό τις νέες και δύσκολες συνθήκες που επιβάλλουν στην Ελλάδα, τόσο οι ευαίσθητες γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές ισορροπίες όσο και η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι ανεπαρκής· υποδεικνύει, λοιπόν, ότι χρειάζεται μία συνεργασία, μέσω της οποίας θα αξιοποιηθεί η εμπειρία όλων των ειδών της ηγεσίας, την οποία διαθέτει η χώρα.
Γράφει σχετικά ότι:
Είναι η πρώτη φορά εις την ιστορίαν μας, όπου φαίνεται ότι ο ρους των πραγμάτων έρχεται να μάς επιβάλη όρους διά να ζήσωμεν. Δι'αυτό ακριβώς χρειάζεται να χρησιμοποιηθή η πείρα όλων των ειδών της ηγεσίας, την οποίαν διαθέτει ο τόπος: της επιστημονικής, της τεχνικής, της οικονομικής· όλα τα είδη της ηγεσίας είναι σήμερον απαραίτητα - και όχι το καθένα χωριστά, αλλά και εις την σύνθεσίν των. Η πολιτική ηγεσία, εις την οποίαν βεβαίως ανήκει το μέγα έργον, μόνη της σήμερον όχι μόνον εδώ αλλά πουθενά εις τον κόσμον, δεν είναι δυνατόν να ανταποκριθή εις τα προβλήματα. Τα προβλήματα έχουν πολλαπλασιασθή πλέον. Δεν είναι δυνατόν ποτέ ένας άνθρωπος να τα αντιμετωπίση. (Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου, Ελλάς και Ευρώπη, όπ. παρ., σ. 18-19).
Σε αυτό το πλαίσιο, ο διαλεκτικός λόγος του Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου αναδεικνύει ότι η επιβίωση των Ελλήνων, ιδωμένη υπό το πρίσμα της ιστορικής της διαχρονίας, οφείλεται στην διαλεκτική σύνδεση μεταξύ των αγώνων και των θυσιών των Ελλήνων υπέρ της ελευθερίας τους και της πνευματικής τους υπεροχής. Υποδεικνύει δε ότι, υπό τις προαναφερθείσες νέες και δυσχερείς για τη χώρα συνθήκες, η λύση ευρίσκεται στην ανάκτηση της πνευματικής υπεροχής του Ελληνισμού, η οποία είναι εφικτή, μέσω της αναγέννησης και της καθολικής αναπροσαρμογής της παιδείας. Με αυτήν την έννοια, επισημαίνει την αναγκαιότητα της αναβάθμισης των Ανώτατων πνευματικών ιδρυμάτων της χώρας, όσο και της δημιουργίας προτύπων Γυμνασίων καθώς επίσης και τεχνικών σχολείων.
Αναφέρει σχετικά ότι:
Είναι αναμφισβήτητον ότι έως τώρα οι Έλληνες οφείλουν την επιβίωσίν των μέσα εις την Ιστορίαν εις δύο παράγοντας, εις τους αγώνας και τας θυσίας, τας οποίας έκαμαν διά την ελευθερίαν και εις την πνευματικήν των υπεροχήν. Το εν συνδέεται με το άλλο: και οι αγώνες διά την ελευθερίαν και η πνευματική υπεροχή, επηρέασαν πάντοτε το εν το άλλο. Η σημερινή τροπή των πραγμάτων μάς επιβάλλει να επανακτήσωμεν αυτήν την πνευματικήν υπεροχήν, την οποίαν είχαμεν πάντοτε εις την ιστορίαν μας. [...] Αυτό, όμως, δεν είναι δυνατόν να γίνη χωρίς την καθολικήν αναπροσαρμογήν όλων και βεβαίως χωρίς την αναγέννησιν και αναπροσαρμογήν της παιδείας μας. [...] Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι πρέπει να αρχίσωμε από τα Ανώτατα πνευματικά ιδρύματα. Εις αυτά πρέπει να δώσωμεν όλα τα μέσα, διά να αναπτύξουν τους τροφίμους των. [...] Παραλλήλως είναι ανάγκη ωρισμένα από τα Γυμνάσια του Κράτους - δεν είναι δυνατόν όλα - αλλά ωρισμένος αριθμός, 50, να γίνουν πρότυπα, να εξοπλισθούν με όλα τα μέσα και να αρχίσουν να εργάζωνται με άλλον ρυθμόν. Επίσης 50 τεχνικά σχολεία να γίνουν πρότυπα. (Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου, Ελλάς και Ευρώπη, όπ. παρ., σ. 19-20).
Σημαντικό κεφάλαιο της παιδείας είναι η γλώσσα: Εδώ, ο διαλεκτικός λόγος του Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου επισημαίνει, για μία ακόμη φορά, την διαλεκτική λειτουργία της ελληνικής γλώσσας, η οποία συνιστά το όχημα, αφενός της πνευματικής επιβιώσεως της Ελλάδος και της συνακόλουθης υπάρξεώς της, όσο και, αφετέρου, της άριστης επικοινωνίας των Ελλήνων με τους άλλους λαούς, εφόσον η άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας αποτελεί προϋπόθεση της ορθής εκμάθησης των ξένων γλωσσών.
Γράφει σχετικά ότι:
Ασπίς διά την επιβίωσιν ενός λαού, ενός έθνους, εκτός της πολιτείας του, είναι η γλώσσα του. Με την σύγχρονον επικοινωνίαν με τους άλλους λαούς και με την ανάγκην εκμαθήσεως ξένων γλωσσών από μεγάλα στρώματα του λαού γίνεται συνειδητή καθ'ημέραν περισσότερον η αξία της ιδίας γλώσσης και το μέγεθος της σημασίας της. Δεν είναι δυνατόν να μάθη κανείς μίαν ξένην γλώσσαν, εάν δεν κατέχη την ιδικήν του. Όσον τώρα μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος διά την επιβίωσιν ενός λαού, τόσον εσωτερικωτέρα είναι η ανάγκη ο λαός αυτός να καλλιεργή την γλώσσαν του ακαταπαύστως. (Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου, Ελλάς και Ευρώπη, όπ. παρ., σ. 20).
Όμως, αναγκαίες προϋποθέσεις για την ορθή γλωσσική καλλιέργεια είναι, επισημαίνει ο Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, η ιστορική μνήμη και συνείδηση. Με αυτήν την έννοια, προτρέπει τους Έλληνες σε μία μεγάλη επιστροφή στις ρίζες τους, δηλαδή στην ανάπτυξη της γλωσσικής τους καλλιέργειας, μέσω της ανάγνωσης και της μελέτης των κειμένων του διαχρονικού ελληνικού πολιτισμού.
Σε αυτό το σημείο, ο Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος εξαίρει την αξία της ελληνικής παιδείας, προκειμένου οι νεοέλληνες να συνειδητοποιήσουν την υπεροχή του ευ ζην έναντι του απλού ζην· με άλλα λόγια, να καταλάβουν ότι η ουσία της ζωής δεν έγκειται μόνο στην υλική επιβίωση, αλλά στην υψηλή ποιότητα της ζωής και στις συνακόλουθες αξίες που αυτή η ποιότητα συνεπάγεται.
Αναφέρει σχετικά ότι:
Γλωσσική καλλιέργεια όμως, χωρίς ιστορικήν μνήμην και συνείδησιν, είναι πράγμα αδύνατον. Είμεθα λοιπόν υποχρεωμένοι να αφομοιώνωμεν συνεχώς την γλωσσικήν μας παράδοσιν κατά τρόπον γόνιμον και δυναμικόν, και η γλωσσική αυτή παράδοσις ευρίσκεται μέσα εις τα κείμενα του πολιτισμού μας όλων των αιώνων. Αυτά πρέπει να κυκλοφορήσουν μεταξύ των ανθρώπων. Αν δι'όλους τους λαούς ισχύη - και ισχύει αδυσωπήτως σήμερον - το "ουκ επ'άρτω μόνον ζήσεται ο άνθρωπος", δι'ημάς, οι οποίοι είμεθα λαός ολιγάνθρωπος, ισχύει περισσότερον. (Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου, Ελλάς και Ευρώπη, όπ. παρ., σ. 21).
Σε αυτό το πλαίσιο, η ιστορική μνήμη και συνείδηση καθώς και η συνακόλουθη καλλιέργεια και η ανάπτυξη της γλωσσικής παιδείας, μέσω της ανάγνωσης και της μελέτης των κειμένων του διαχρονικού ελληνικού πολιτισμού, αναδεικνύονται τόσο πιό επείγουσες, όσο ο Ελληνικός λαός καθίσταται ολοένα και ολιγανθρωπότερος. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με τον Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλο, οι υψηλές αξίες που μεταδίδονται μέσω αυτών των κειμένων, συνιστούν το όχημα για την πραγμάτωση μιάς πολιτικής μεγάλης γραμμής.
Ο Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος επισημαίνει σχετικά ότι:
Άλλο μεγάλο αίτημα διά την επιβίωσίν μας κατά τον σημερινόν σκληρόν αγώνα είναι το αίτημα ότι ένας ολιγάνθρωπος σχετικώς λαός, όπως είμεθα ημείς, ο οποίος έχει ιστορίαν οικουμενικής σημασίας, πρέπει και μέσα εις τα μεγάλα σημερινά πλαίσια της πολιτικής, να ασκή πολιτική μεγάλης γραμμής. Είναι πλάνη ότι ένας μικρός λαός πρέπει να ασκή πολιτικήν μικράς γραμμής. Όσον ολιγανθρωπότερος είναι ένας λαός, τόσον πρέπει η πολιτική του να είναι πολιτική μεγάλης γραμμής, δηλαδή πρέπει να είναι πολιτικώς παρών παντού και πάντοτε. (Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου, Ελλάς και Ευρώπη, όπ. παρ., σ. 21-22).
Τέλος, ο λόγος του Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου αναδεικνύεται για πολλοστή φορά προφητικός: Επισημαίνει τον κίνδυνο του δημογραφικού προβλήματος της Ελλάδας, το οποίο οφείλεται στην γήρανση του πληθυσμού της, με αποτέλεσμα η χώρα να καθίσταται, ολοένα και περισσότερο ολιγάνθρωπη. Υποδεικνύει, λοιπόν, ότι θα πρέπει να πολλαπλασιαστεί ο πληθυσμός της Ελλάδας, αφενός επειδή οι γειτονικές χώρες πολλαπλασιάζονται με απειλητικό για την Ελλάδα τρόπο και, αφετέρου, προκειμένου να επιτευχθεί η επιθυμητή οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Γράφει σχετικά ότι:
Το θέμα τώρα της ολιγανθρωπίας του λαού μας είμεθα υποχρεωμένοι εκ των πραγμάτων πάλιν να το θέσωμεν εξ αρχής ως λαός. Χωρίς πληθυσμόν συμπαγή και πυκνόν ένας λαός δεν είναι δυνατόν να κρατήση την γην του, το έδαφός του. Τούτο είναι αδυσώπητον δίδαγμα της Ιστορίας. Όταν όλοι οι λαοί γύρω μας πολλαπλασιάζονται απειλητικώς, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος παρά να πολλαπλασιασθώμεν και ημείς. [...] Ο πολλαπλασιασμός, όμως, αυτός, συμβαδίζει πάντοτε με τα μέσα της παραγωγής των αγαθών και με την παράλληλον οικονομικήν ανάπτυξιν ενός λαού. [...] Το αίτημά μας πρέπει να είναι ότι εντός ενός ωρισμένου χρονικού διαστήματος ο πληθυσμός πρέπει να διπλασιασθή, διότι είναι η μόνη δικλείς ασφαλείας, την οποίαν έχει ένας λαός, όταν μάλιστα ο πολλαπλασιασμός των άλλων είναι απειλητικός. (Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου, Ελλάς και Ευρώπη, όπ. παρ., σ. 21).
Ανακεφαλαιώνοντας, θα λέγαμε ότι ο διαλεκτικός λόγος του Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου ανέδειξε την ιστορικότητα της διαλεκτικής σχέσεως μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης, σχέση, η οποία, όπως αναφέραμε στην αρχή της ομιλίας μας, συνίσταται στο ότι το σύνολο των ιδεών και των αξιών, που συγκροτούν τον πυρήνα του σημερινού ευρωπαϊκού πνεύματος, είναι δημιούργημα του ελληνικού πνεύματος· ως εκ τούτου, μέσα στην διαχρονία, έχει συνυφανθεί μία αμφίδρομη σχέση μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρώπης, έτσι ώστε ούτε η Ευρώπη να μπορεί να υπάρξει χωρίς την Ελλάδα, αλλά ούτε και η Ελλάδα χωρίς την Ευρώπη.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος κομίζει μία απάντηση στο εναγώνιο ερώτημα του σύγχρονου ανθρώπου και, ιδιαίτερα, του σύγχρονου Έλληνα: Θα καταστραφεί η Ελλάδα;
Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική, υπό την προϋπόθεση μιας μεγάλης επιστροφής: Της επιστροφής στα νάματα της διαχρονικής ελληνικής παιδείας, η οποία αποτελεί πηγή αέναης αναζωογόνησης και αναγέννησης της ελληνικής ψυχής. Μόνο τότε θα μπορέσει να επανεύρει η Ελλάδα τον κάλλιστον δεσμόν, ο οποίος τη συνδέει με την Ευρώπη και να αποκτήσει συνείδηση του ιστορικού της ρόλου.
Ποιός είναι, όμως, αυτός ο ιστορικός ρόλος της Ελλάδας σήμερα;
Είναι η θεραπεία του μεγάλου ασθενούς, που είναι η Ευρώπη. Η ασθένεια της Ευρώπης οφείλεται ακριβώς στο ότι η Ελλάδα έχασε την επαφή της με τα νάματα του ελληνικού και, ιδιαίτερα, του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, τα οποία θα μπορούσαν να την διατηρήσουν ζωντανή, με ακέραια την εσωτερική της συνοχή, ενώ ταυτοχρόνως, θα  αποτελούσαν το όχημα ενός αενάου και εσαεί εναργούς εξελληνισμού της Ευρώπης.
Εδώ ισχύει το περίφημο αρχαίο ρητό: Ο τρώσας και ιάσεται. Με άλλα λόγια, είναι η παρακμή των αρχαίων ελληνικών αξιών που, όπως πολύ σωστά διέβλεψε ο Νίτσε, επέφερε την κατάρρευση και τη συνακόλουθη ασθένεια της Ευρώπης.
Πράγματι, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία επινοήθηκε, όπως προαναφέραμε, ως αντίδοτο στην εσωτερική κατάρρευση της Ευρώπης, έχασε τον προσανατολισμό της, επειδή ακριβώς απεκόπη από τις ρίζες της, δηλαδή τις οικουμενικές και αιώνιες ελληνικές αξίες. Ως εκ τούτου, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχασε την ιδιοπροσωπία της, δηλαδή την πολιτιστική της συνιστώσα και, από πολιτισμική Ένωση, που ήταν η πρόθεση των ιδρυτών της, κατέληξε να μεταλλαχθεί σε μία αμιγώς οικονομική Ένωση, απομιμούμενη τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Υπό αυτό το πρίσμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχασε τον διαλεκτικό της χαρακτήρα και, αντί να είναι μία Ένωση, μέσα στην οποία κάθε έθνος θα διατηρεί την ιδιοπροσωπία του, δηλαδή την ιδιαίτερη πολιτισμική του ταυτότητα, ενώ ταυτόχρονα θα εργάζεται προς όφελος της κοινότητας, έγινε μία Ένωση, στην οποία κυριαρχεί το ιδεώδες της παγκοσμιοποίησης και της ομοιομορφίας της ζωής, με αποτέλεσμα, όπως ήδη είχε προβλέψει ο Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, να χάσει σιγά-σιγά την υπόστασή της, αφομοιούμενη και επιπεδούμενη από τις παγκοσμιοποιητικές αξίες των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Κλείνοντας την παρούσα ομιλία, θα λέγαμε ότι η Ελλάδα, ως άλλος Κένταυρος  Χείρων, θα πρέπει να θεραπεύσει την Ευρώπη από τα τραύματα που η ίδια δημιούργησε. Με άλλα λόγια, θα πρέπει η Ελλάδα να επανεύρει την αρχαίαν φύσιν της, μέσα από την αναγνώριση και την επανενεργοποίηση των διαχρονικών εκείνων αξιών, οι οποίες, με την σειρά τους, θα επαναφέρουν τον λησμονημένο εξελληνισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.