Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Eπανορθωτική δικαιοσύνη, ομιλία της Χ. Γαλανού στο Κέντρο Δικανικών Μελετών του Κ. Μπέη, Αθήνα 15/1/2014




Ιστορικές ρίζες της έννοιας της επανορθωτικής δικαιοσύνης: 
Η έννοια της διαμεσολάβησης κάνει την εμφάνισή της από την εποχή του Ομήρου. Σύμφωνα με την τότε ισχύουσα πρακτική, οι συγγενείς ή οι πολιτικοί εταίροι (φίλοι) του θύματος μιας ανθρωποκτονίας μπορούσαν να αξιώσουν να συνδιαλλαχθούν με τον δράστη και να ορίσουν ένα χρηματικό ποσό ως αντάλλαγμα, δίχως να επιβληθεί ποινή. Την ίδια οδό μπορούσε να ακολουθήσει και το ίδιο το θύμα σε περίπτωση απόπειρας και μη τελεσφόρησης της πράξης. Με την καταβολή του χρηματικού ανταλλάγματος επερχόταν η συγχώρεση – γνωστή ως «αίδεσις»- του δράστη.



Η εκτενέστερη ωστόσο εφαρμογή της πρώιμης αποκαταστατικής δικαιοσύνης  στον κυρίως ελλαδικό χώρο έρχεται με τη μετάβαση από τους άγραφους στους γραπτούς νόμους του Δράκοντα, του Σόλωνα και του Κλεισθένη. Στην κλασσική Αθήνα, η διαιτησία, η διαμεσολάβηση, η έκφραση συγγνώμης, η αποζημίωση, η συμφιλίωση δράστη και θύματος καθώς και οι συνεδρίες για την ειρηνική επίλυση συγκρούσεων αποτελούσαν θεσμικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση των παραβάσεων με κύρια επίσημα εμπλεκόμενα όργανα τους Τεσσαράκοντα και τους Δημόσιους Διαιτητές.  Οι Τεσσαράκοντα ήταν επιφορτισμένοι με την διαμεσολάβηση σε περιπτώσεις φυσικής βίας και απιστίας για διαφωνία ύψους έως 10 δραχμών. Κάθε φυλή από τις δέκα αθηναϊκές εκπροσωπούνταν από τέσσερις διαμεσολαβητές που ήταν πολίτες έκαστος άνω των πενήντα ετών και δεν ασκούσαν κανένα άλλο δημόσιο αξίωμα. Για περιπτώσεις διαφωνίας άνω των δέκα δραχμών αρμόδιοι ήταν oι δημόσιοι διαιτητές οι οποίοι ήταν εθελοντές και επιλαμβάνονταν διαφορών δημόσιων και ιδιωτικών. Η επιλογή του διαιτητή ήταν ελεύθερη από τα μέρη και το αποτέλεσμα ήταν δεσμευτικό. Σε περίπτωση που ο δράστης και το θύμα δε συμφωνούσαν με το αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης και η συμφιλίωση αποτύγχανε, τότε, η υπόθεση προσβαλλόταν στο δικαστήριο της Ηλιαίας. 

Η σύνδεση του θεσμού με την αριστοτελική φιλοσοφία  

 Στα Ηθικά Νικομάχεια, στο κεφάλαιο «Περί του δικαίου των αντιποίνων», ο Αριστοτέλης αποδίδοντας στους Πυθαγόρειους τον ορισμό του δικαίου ως «ανταπόδοσιν εις τους άλλους εκείνου, το οποίον επάθαμεν παρ’ αυτών» εκφράζει την αντίθεσή του προς την ανταποδοτική δικαιοσύνη υποστηρίζοντας ότι «το δίκαιον των αντιποίνων δεν συμφωνεί ούτε με την διανεμητικήν ούτε με την διορθωτικήν δικαιοσύνην».   
Ο αριστοτελικός  λόγος περί δικαιοσύνης αφετηρία έχει την έννοια της αρετής. Το τρίτο κεφάλαιο νοηματοδοτεί το γενικό είδος της δικαιοσύνης ως την εφαρμογή όλης της αρετής και μάλιστα ‘την τελείαν αρετήν’. Η αρετή είναι τελεία, επειδή όποιος την έχει μπορεί να την χρησιμοποιήσει και απέναντι άλλου, όχι μόνο για τον εαυτό του. Το τέταρτο κεφάλαιο αφορά στο μερικό μέρος της δικαιοσύνης που είναι και μέρος της αρετής. Το γενικό είδος της δικαιοσύνης αντιστοιχεί προς το νόμιμο, το μερικό προς το ίσο. Αυτό το μερικό είδος της δικαιοσύνης είναι διανεμητικό, σχετικό με την διανομή των τιμών ή χρημάτων ή άλλων πραγμάτων όσα μπορούν να μοιρασθούν μεταξύ των μελών της πολιτείας και επανορθωτικόν που αφορά στις συναλλαγές, εκούσιες, όπως η πώληση, η αγορά, ο δανεισμός, η εγγύηση, η παρακαταθήκη, μίσθωση και ακούσιες, όπως η κλoπή, μοιχεία, ψευδομαρτυρία και οι βίαιες, κακοποίηση, δεσμά, θάνατος, αρπαγή, συκοφαντία, προσβολή. Η ανάλυση του διανεμητικού δικαίου εκκινά από την διάκριση αδίκου-άνισου και δικαίου-ίσου, η οποία θέτει το μέσον μεταξύ των ανίσων, ήτοι το δίκαιον είναι κάποιο μέσον ως προς κάτι και ως προς κάποιον. Ετσι το δίκαιον είναι κάτι το ανάλογον, που είναι ιδιότητα γενικά των αριθμών. Το έβδομο κεφάλαιο αφορά στο επανορθωτικό δίκαιο το οποίο περιστρέφεται στις συναλλαγές και στις εκούσιες και στις ακούσιες. Το δίκαιο των συναλλαγών είναι κάποιο ίσον, όχι σύμφωνα με την αναλογία αλλά με την αριθμητική. Το ίσον εδώ είναι το μέσον του μεγαλύτερου και του μικρότερου κατά την αριθμητική αναλογία και ονομάζεται δίκαιο, διότι διχάζει. Ο δικαστής με την ποινή προσπαθεί να εξισώσει το πάθημα και την πράξη, την ζημία και το κέρδος. Το επανορθωτικό δηλαδή δίκαιο είναι το μέσον της ζημίας και του κέρδους, ο δικαστής είναι το έμψυχον δίκαιον. Για τον Αριστοτέλη η επανορθωτική δικαιοσύνη στοχεύει στην επανόρθωση των αγαθών και της βλάβης που έχουν υποστεί τα θύματα, μέσω της κρίσιμης συμβολής του δικαστή. Η αξίωση του θύματος ή των συγγενών του για επανόρθωση, μπορούσε να απευθύνεται είτε στον δικαστή, που πρέπει να αποφασίσει κατά τον βέλτιστο τρόπο και για τις δυο πλευρές, είτε στο θύμα και τους συγγενείς και σχετιζόταν με την «αίδεσις». Ο Αριστοτέλης φαίνεται να έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στη μέθοδο της συνδιαλλαγής μεταξύ δράστη και θύματος, κάτι που επαληθεύεται και από τη διάκριση που επιχείρησε να κάνει σχετικά με τις ποινές. Διαχώρισε την τιμωρία, υποχρέωση της πολιτείας να αποκαταστήσει την τιμή του θύματος, από τον κολασμό, τιμωρία του δράστη για την πράξη που εκείνος διέπραξε, και όρισε τις εξαιρετικές περιπτώσεις (ατιμία, μητροκτονία, πατροκτονία, παραβίαση ιερών νόμων), όπου επιτρέπεται η θανατική ποινή, την οποία ονοματίζει «ζημία». Ο φιλόσοφος αποδοκιμάζει τον ανταποδοτικό χαρακτήρα της δικαιοσύνης προσδιορίζοντας τον διττό σκοπό της ποινής: δηλαδή την έναρξη της διαδικασίας συγχώρεσης του δράστη από την πλευρά των συγγενών του θύματος και παράλληλα την παραίτησή τους από τυχόν αντεκδίκηση.  
Αυτή ακριβώς είναι και η κεντρική έννοια της αποκαταστατικής ή επανορθωτικής δικαιοσύνης ότι δηλαδή αμφισβητείται η ανταποδοτικότητα του παραδοσιακού συστήματος απονομής δικαιοσύνης και επιστρέφεται η διαφορά στα μέρη με εξωδικαστικές εναλλακτικές λύσεις.  
Και ο Πλάτωνας, στον Πρωταγόρα, αποκλείει από την ποινή τη σκοπιμότητα της αντεκδίκησης αποδίδοντάς της αποκλειστικά τη λειτουργία διδασκαλίας της αρετής τόσο στο άτομο που παρανόμησε όσο και στα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας. Η αρετή, έτσι, είναι διδακτή και χρησιμοποιείται ως επιχείρημα αναφορικά με τη συμπεριφορά του κράτους, όταν ένα μέλος του δεν συμμορφώνεται με τους γενικά αποδεκτούς κανόνες της συμβίωσης και παρανομεί. Στην περίπτωση αυτή η πολιτεία το τιμωρεί, όχι για να εκδικηθεί το κακό που προκλήθηκε αλλά για να του διδάξει μέσω της τιμωρίας ότι η πράξη του αντίκειται στους νόμους („αγαθών και παλαιών νομοθετών ευρήματα“), κατά τους οποίους η πόλις, αναγκάζει και άρχειν και άρχεσθαι, ος δ’ αν εκτός βάινη τούτων, κολάζει“ (326 d). Με αυτόν τον τρόπο η πολιτεία διδάσκει την αρετή τόσο στον παραβάτη ώστε να αποτραπεί η υποτροπή όσο και στα υπόλοιπα μέλη της, στα οποία διακηρύσσει μέσω των νόμων και της απειλής τιμωρίας από την παράβαση αυτών, τις αρχές της, που πρέπει να γίνονται σεβαστές από όλους. 
 Η τιμωρία κατά τον Πλάτωνα έχει δηλαδή διττή λειτουργία. Από τη μια αποσκοπεί στην πρόληψη νέων αξιόποινων πράξεων από τον ίδιο τον εγκληματήσαντα και από την άλλη στην πρόληψη διάπραξης εγκλημάτων από το σύνολο των μελών της κοινωνίας. Η ποινή δεν αποκαθιστά μόνο την διαταραχθείσα από το έγκλημα έννομη τάξη με την ικανοποίηση του αισθήματος δικαίου, αλλά προσανατολίζεται στο μέλλον (“oυ γαρ αν το γε πραχθέν αγένητον θείη“, 324 b) και φιλοδοξεί να διδάξει την αρετή και το δίκαιο τόσο στο συγκεκριμένο άτομο ως μέλος της κοινωνίας, το οποίο επιχειρεί να κοινωνικοποιήσει και να διορθώσει („correction“), όσο και στο κοινωνικό σύνολο, το οποίο παραδειγματίζεται από την τιμωρία του εγκληματήσαντος. 

 Ο Πλάτων αναφέρεται, έτσι στην ειδική και γενική πρόληψη μέσω της ποινής. 
  
   
Εννοιολογική προσέγγιση του θεσμού 
Θα ήταν άστοχο να προσπαθήσουμε να ορίσουμε με στατικό τρόπο την επανορθωτική ή αποκαταστατική (restorative justice) δικαιοσύνη (ταυτόσημοι όροι) αφού από μόνη της αποτελεί μια δυναμική διαδικασία εναλλακτικών τρόπων επίλυσης διαφορών (όχι μόνο ποινικών, αλλά και αστικών, σχολικών, κοινωνικών, εργασιακών)  και μια επιστημονική και ιδεολογική κατεύθυνση που εξελίσσεται ραγδαία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα άλλο μοντέλο δικαιοσύνης που λειτουργεί παράλληλα με το επίσημο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης ή συμπληρωματικά με αυτό. Θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε την επανορθωτική δικαιοσύνη κοινωνικοπολιτικό, ιδεολογικό ή φιλοσοφικό κίνημα που αλληλεπιδρά με θεσμούς, συστήματα και άλλα κινήματα. Θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε την αποκαταστατική δικαιοσύνη δημοκρατικό μοντέλο απονομής της δικαιοσύνης στο πλαίσιο του οποίου τα εμπλεκόμενα μέρη συναποφασίζουν μια λύση, ουσιαστική για το θύμα και παιδαγωγική για το θύτη. H προσέγγισή της δίνει μεγάλη βαρύτητα στα συναισθήματα του δράστη (ντροπή, μεταμέλεια, μετάνοια) του θύματος (θυμός, αγανάκτηση, απορία, πόνος, διάθεση συγχώρεσης) και την ανταπόκριση της τοπικής κοινωνίας (συγχώρεση, διάλογος, ενίσχυση των αξιών της, επιλογή της τιμωρίας). 
 Σε κάθε περίπτωση, σήμερα η αποκαταστατική δικαιοσύνη είναι ένας νέος τρόπος απονομής δικαιοσύνης με πρωτοπόρα τα δικαιοπολιτικά συστήματα της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας που υιοθετούν μαξιμαλιστική τάση υπέρ του θεσμού και έχουν αναπτύξει μεγάλης έκτασης δράσης αποκαταστικατιής δικαιοσύνης. Άλλες χώρες όπως  ο Καναδάς, οι Η.Π.Α, η Αγγλία και οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης εφαρμόζουν την αποκαταστατική δικαιοσύνη μόνο συμπληρωματικά προς το επίσημο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης και μόνο σε πλημμελήματα.  

  
To Συμβούλιο της Ευρώπης έχει επιδείξει σημαντικό έργο στον τομέα της επανορθωτικής δικαιοσύνης. Η Επιτροπή των Υπουργών έχει εγκρίνει σημαντικό αριθμό συστάσεων που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την επανορθωτική δικαιοσύνη αν και οι συστάσεις δεν αποτελούν για τα κράτη μέλη νομικά δεσμευτικά κείμενα.  Αναφέρουμε ενδεικτικά κάποιες συστάσεις του ΣτΕ  που συνδέονται με την εφαρμογή της επανορθωτικής δικαιοσύνης όπως  α) η σύσταση σχετικά με την ‘θέση του θύματος στο πλαίσιο του ποινικού νόμου και της ποινικής διαδικασίας’ στην οποία η επιτροπή των Υπουργών του ΣτΕ προτρέπει τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών να εξετάσουν τα θετικά αποτελέσματα των προγραμμάτων διαμεσολάβησης και συμφιλίωσης. Η σύσταση αναφέρει ότι τα μέτρα για την βελτίωση της θέσης του θύματος συμβάλουν στην επίτευξη της επανένταξης των δραστών και της ενδυνάμωσης των κοινωνικών κανόνων. β) η σύσταση για την ‘απλοποίηση της ποινικής διαδικασίας’ με προτροπή προς τα κράτη μέλη για εξωδικαστική διευθέτηση των διαφορών από τις αρχές που είναι αρμόδιες για την διαχείριση των ποινικών υποθέσεων και με κύριους τομείς την παραβατικότητα ανηλίκων και την συλλογική θυματοποίηση γ) η σύσταση για ‘την αρωγή των θυμάτων και πρόληψη της θυματοποίησης’ στην οποία τα κράτη μέλη παροτρύνονται να εφαρμόσουν προγράμματα και πολιτικές διαμεσολάβησης δράστη-θύματος σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο και ειδικά η σύσταση για την ‘διαμεσολάβηση σε ποινικά ζητήματα /ποινική διαμεσολάβηση’ η οποία προβλέπει λεπτομερώς την διαδικασία της διαμεσολάβησης σε ποινικές υποθέσεις και ορίζει την διαμεσολάβηση ως ‘διαδικασία στην οποία το θύμα και ο δράστης μπορούν με τη συναίνεσή τους εκατέρωθεν να συμμετάσχουν ενεργά στην επίλυση των συνεπειών που προκύπτουν από το έγκλημα μέσω της βοήθειας μιας ουδέτερης τρίτης πλευράς , δηλ του διαμεσολαβητή. 

Στην Ελλάδα, ο θεσμός ενσωματώθηκε στους νόμους 3189/2003, 3500/2006 και  3904/2010 με πεδία εφαρμογής την διαχείριση της παραβατικότητας των ανηλίκων, τα αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας, τα πλημμελήματα οικονομικής φύσεως.  
Α) Τo 2003 η αναμόρφωση του ποινικού δικαίου ανηλίκων με τον Ν. 3189/2003 εισάγει  στις διατάξεις του σχετικού με τους ανήλικους δράστες κεφαλαίου του Ποινικού μας κώδικα τον θεσμό της συνδιαλλαγής ή διαμεσολάβησης μεταξύ ανήλικου δράστη και θύματος (ανήλικου ή ενήλικου) ως δυνατότητα ποινικής απόκρισης σε πράξη που διέπραξε ανήλικος δράστης. Η  συνδιαλλαγή δράστη θύματος προβλέπεται έτσι στο άρθρο 122 παρ. 1  περ. ε ΠΚ ως αναμορφωτικό μέτρο που επιβάλλεται στους ανήλικους και επίσης ως περίπτωση αποχής από την ποινική δίωξη ανηλίκου σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 45Α ΚΠΔ. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι τα αναμορφωτικά μέτρα έχουν σκοπό να διαπαιδαγωγήσουν τον ανήλικο παραβάτη και να συνεισφέρουν στην πρόληψη της υποτροπής και υπό αυτό το πρίσμα η προσέγγιση του θύματος από τον ανήλικο δράστη, η επιστροφή της διαφοράς στα ίδια τα εμπλεκόμενα μέρη με τρόπο εξωδικαστηριακό (στο ποινικό σύστημα ανηλίκων η συνδιαλλαγή επιβάλλεται από το δικαστήριο ανηλίκων αλλά πραγματοποιείται εκτός αυτού με την συνδρομή των εμπλεκομένων μερών και των επιμελητών ανηλίκων ως συντονιστών της διαδικασίας) μπορεί να είναι η πιο πρόσφορη κατά περίπτωση απάντηση σε ποινική βλάβη που επέφερε ανήλικος όταν αυτή έχει μικρή κοινωνική και ηθική απαξία. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, ο ανήλικος συζητά απευθείας με τον θύμα για τα αίτια και τις συνθήκες τέλεσης της πράξης, δίνεται η ευκαιρία ανάληψης ευθύνης από τον ανήλικο για την πράξη που εκείνος τέλεσε, ενισχύεται ο διάλογος, διευκολύνεται η επανένταξη του δράστη στην κοινότητα, δίνεται χρόνος και λόγος στο θύμα και μειώνονται οι δυσάρεστες και επίπονες ψυχικές συνέπειες της ποινικής διαδικασίας.  Το θύμα καθίσταται έτσι σημαντικός παράγων στην αντιμετώπιση του εγκλήματος, συγκριτικά με την παραδοσιακή επίσημη ποινική διαδικασία όπου το θύμα εξετάζεται ως μάρτυρας και υπό προϋποθέσεις δύναται να παρίσταται ως πολιτική αγωγή ώστε να ικανοποιηθούν οι αστικής φύσεως απαιτήσεις του. Αντιμετωπίζοντας κατά πρόσωπο τον δράστη εκτιμάται ότι μπορεί να εκφράσει τα αρνητικά συναισθήματά του που πλήττουν την ποιότητα ζωής του στον χρόνο μετά την θυματοποίησή του και συχνά καθιστούν δυσβάσταχτη την συμβίωση των δύο μερών όταν ειδικά αυτά διαβιώνουν στην ίδια κοινότητα/γειτονιά/τοπική κοινωνία. Έχει μάλιστα σημειωθεί βιβλιογραφικά ότι μεγάλος αριθμός θυμάτων δεν αποζητούν την τιμωρία του δράστη αλλά την έκφραση συγγνώμης και μεταμέλειας και την αποκατάσταση της ζημίας. Ωστόσο, η εφαρμογή στην πράξη του νέου θεσμικού πλαισίου χαρακτηρίζεται προβληματική. Το λιγοστό ανθρώπινο δυναμικό των εισαγγελιών ανηλίκων, το έντονα γραφειοκρατικό μοντέλο οργάνωσης, ο αυστηρός ιεραρχικός έλεγχος της διαδικασίας αποχής από την ποινική δίωξη, η ολιγόχρονη παραμονή των εισαγγελέων στις εισαγγελίες ανηλίκων, η έλλειψη υποδομής και εμπειρίας και, τέλος, η δυσκολία των εισαγγελέων να ξεπεράσουν την αρχή της «νομιμότητας» στην άσκηση της ποινικής δίωξης και να λειτουργήσουν βάσει της αρχής της «σκοπιμότητας» αποτελούν τα βασικότερα εμπόδια στην προώθηση του θεσμού και των  διαδικασιών της αποκαταστατικής δικαιοσύνης και οδηγούν σε ισχνή εφαρμογή του. 
H επανορθωτική δικαιοσύνη για τους ανήλικους προβλέπεται ρητά στο άρθρο 40 παρ. 3 περ. β της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, όπου προτρέπονται τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν εναλλακτικές και εξωδικαστικές πρακτικές για την αντιμετώπιση της παραβατικότητας των ανηλίκων.   
Β) Τα προγράμματα επανορθωτικής δικαιοσύνης αφορούν  επίσης την διενέργεια διαμεσολάβησης μεταξύ δράστη και θύματος σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας (στην χώρα μας νομοθετική πρόβλεψη στα άρθρα 11 και 12 του Ν. 3500/2006 ‘για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας’).  
Ο θεσμός της ποινικής διαμεσολάβησης αφορά μόνο τα πλημμελήματα ενδοοικογενειακής βίας. Συγκεκριμένα ο αρμόδιος για την άσκηση ποινικής δίωξης εισαγγελέας διερευνά κάθε φορά τη δυνατότητα ποινικής διαμεσολάβησης. Προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας αυτής είναι η υποβολή δήλωσης εκ μέρους του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η τέλεση της αξιόποινης πράξης ότι είναι πρόθυμο να υποσχεθεί ότι δεν θα τελέσει στο μέλλον παρόμοια πράξη και ότι σε περίπτωση συνοίκησης δέχεται να μετοικήσει, εφόσον ζητηθεί από το θύμα. Η δήλωση αυτή περιλαμβάνει επιπλέον τη δέσμευση παρακολούθησης συμβουλευτικού – θεραπευτικού προγράμματος σε δημόσιο φορέα, την άρση των συνεπειών που προκλήθηκαν από την παράνομη πράξη εφόσον αυτόείναι δυνατόν και εν τέλει την καταβολή εύλογης χρηματικής ικανοποίησης  στον παθόντα ή την παθούσα.  
Δηλαδή ο δράστης εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας θα πρέπει να υποβάλει ανεπιφύλακτη δήλωση ότι α) είναι πρόθυμος να παρακολουθήσει ειδικό θεραπευτικό συμβουλευτικό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της ενδοικογενειακής βίας σε δημόσιο φορέα, για όσο διάστημα κρίνεται αυτό απαραίτητο από τους αρμόδιους θεραπευτές β) να υποσχεθεί ότι δεν θα επαναλάβει στο μέλλον οποιαδήποτε πράξη ενδοοικογενειακής βίας  και γ) να άρει κατά το δυνατόν ή να αποκαταστήσει αμέσως τις συνέπειες που προκλήθηκαν από την πράξη του ή να καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση στον παθόντα. Τα προβλήματα κατά την εφαρμογή του νόμου: λόγω του διευρυμένου ρόλου του εισαγγελέα στην διαδικασία είναι πολύ πιθανόν να δημιουργούνται συγχύσεις σε σχέση κυρίως με τον ρόλο του διαμεσολαβητή. Επίσης δεν υπάρχουν προγράμματα θεραπευτικά πέραν ενός που λειτουργεί στο ΕΚΚΑ για συμβουλευτική δράστη θύματος (που δεν αποτελεί στην ουσία σύνολο συνδεδριών διαμεσολάβησης ανάλογες με τα μοντέλα της Ευρώπης) και τέλος ένα σοβαρό θέμα που ανακύπτει δεν έχει αποσαφηνισθεί η διαμονή του δράστη καθόσον χρόνο θα παρακολουθεί το θεραπευτικό πρόγραμμα.  
Οι φεμινιστικές προσεγγίσεις για την ενδοοικογενειακή βία και τη βία κατά των γυναικών ωστόσο, φαίνεται να μην υποστηρίζουν θερμά τις πρακτικές διαμεσολάβησης μεταξύ του δράστη ενδοικογενειακής βίας και του θύματος διότι η έκφραση συγγνώμης και οι εκδηλώσεις μετάνοιας από την πλευρά του δράστη σε αυτά τα αδικήματα έχουν αποδειχθεί βιβλιογραφικά ως προσχηματικές και αναποτελεσματικές για την αντιμετώπιση του κύκλου της βίας ενώ παράλληλα εξακολουθεί να απειλείται η ασφάλεια των θυμάτων  ή να εγκυμονείται η δευτερογενής θυματοποίησή τους. Η φεμινιστική εγκληματολογία φαίνεται γενικά να εμμένει στο κλασικό τιμωρητικό μοντέλο για τους δράστες σεξουαλικών εγκληματών ενδοοικογενειακής βίας και να αιτείται την διαχείριση των τελευταίων από το επίσημο σύστημα απονομής δικαιοσύνης.  
Γ) Η πιο πρόσφατη αποτύπωση διαδικασίας, χαρακτήρα αποκαταστατικής δικαιοσύνης, στο νόμο έγινε με την εισαγωγή της ποινικής συνδιαλλαγής και τον νόμο 3904/ 2010. Ο συγκεκριμένος νόμος εκτός των άλλων αυξάνει τα όρια της αναστολής και μετατροπής των ποινών εκ του νόμου, μειώνει τα όρια για την υφ’ όρο απόλυση και εισαγάγει τη διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής. 
Ολόκληρος ο νόμος έχει ως βασικό στόχο τη βελτίωση και τον εξορθολογισμό της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Τα δυο κυριότερα μελήματα είναι η αποσυμφόρηση του δικαστικού συστήματος αλλά κυρίως των φυλακών.    

Ποιος είναι όμως ο προθάλαμος της επανορθωτικής δικαιοσύνης:  
Τα τελευταία τριάντα χρόνια, σε Ευρώπη και Αμερική υιοθετήθηκαν τιμωρητικά μοντέλα με αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των εγκλείστων, τον υπερπληθυσμό των φυλακών με το στοίβαγμα υποδίκων και καταδίκων και την αύξηση του κόστους διαχείρισης του εγκληματικού φαινομένου και προβλήματος. Αξιοσημείωτη είναι  η απόπειρα του αμερικάνικου μέτρου (three strikes and you re outτο οποίο αναπτύχθηκε κατά την δεκαετία του 80 όπου στο τρίτο κατά σειρά αδίκημα η ποινή είναι η αυστηρότερη και συνήθως είναι αυτή του εγκλεισμού. Το αποτέλεσμα,  ήταν δύο εκατομμύρια κρατούμενοι στις φυλακές, πέντε εκατομμύρια με ποινές στερητικές της ελευθερίας.    

Στην Ευρώπη εντούτοις το ίδιο διάστημα (δεκ.1980) αναπτύσσεται η συμμετοχική αντεγκληματική πολιτική, συνδυάζοντας την αποκέντρωση των κρατικών αρμοδιοτήτων και τη συνεργασία με τοπικούς/κοινοτικούς ή και ιδιωτικούς φορείς σε μια τάση διεύρυνσης του κοινωνικού ελέγχου και μετακίνησής του από το κεντρικό κράτος σε φορείς της κοινότητας.   

Παράλληλα κυριάρχησε διάλογος που αφορούσε την παρουσία και την ενδυνάμωση του ρόλου του θύματος στην ποινική διαδικασία που ως προβληματισμός αποτέλεσε όπως προαναφέρθηκε το περιεχόμενο και το πεδίο της επιστήμης της θυματολογίας. Πολλές εθνικές νομοθεσίες σήμερα έχουν λάβει μέτρα ώστε να αμβλυνθούν οι σχέσεις δράστη θύματος με την αρωγή και την συμμετοχή εξειδικευμένων επαγγελματιών ή εκπροσώπων της κοινότητας  μέσα στην οποία δράστης και θύμα διαβιώνουν, καθώς και άλλων αρχών. Αυτή η γεφύρωση της απόστασης μεταξύ των μερών πραγματοποιείται κυρίως με τεχνικές και πρακτικές διαμεσολάβησης ή επανορθωτικής δικαιοσύνης. Το έγκλημα αποτελεί έτσι μια κοινωνική βλάβη και η διαχείρισή του αποσκοπεί στο να αποκαταστήσει τις συνέπειες του σε ένα δεδομένο κοινωνικό σύνολο μέσα από ένα σύστημα που παρουσιάζει περισσότερα πλεονεκτήματα από το τιμωρητικό/ανταποδοτικό το οποίο στηρίζεται στην αντιπαράθεση δράστη-θύματος. Η ανάπτυξη της θυματολογίας ως επιστημονικού κινήματος ανέδειξε το αίτημα ενίσχυσης της θέσης του θύματος στο σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και μετατόπισης του επίσημου κοινωνικού ελέγχου από το δράστη στο θύμα.   
Εκτός από την συμβολή της θυματολογίας, στην διαμόρφωση της σύγχρονης ιδέας και πραγματικότητας της επανορθωτικής δικαιοσύνης καθοριστικές υπήρξαν οι επιρροές  

  • του καταργητισμού στην εγκληματολογία που ως κίνημα αναδύθηκε στην δεκαετία 1970-80 και τόνισε την αναποτελεσματικότητα του κλασικού μοντέλου απονομής δικαιοσύνης και του τιμωρητικού του χαρακτήρα και προώθησε το εναλλακτικό αίτημα της ‘ιδιωτικοποίησης’ του εγκλήματος. Επίσης το ίδιο διάστημα καθίσταται σαφής η αδυναμία των σωφρονιστικών συστημάτων να επανεντάξουν τους δράστες και να διαχειριστούν την υποτροπή του εγκληματία. Αυτή η τάση αποτυπώθηκε στην φράση ‘nothing works’ και εξέφρασε τη γενικότερη αμφισβήτηση του ποινικού συστήματος, των ποινών και των παραδοσιακών τιμωρητικών μοντέλων αλλά και της εγκληματολογίας ως επιστήμης στο σύνολό της.   
  • της μετακύλησης του επίσημου κοινωνικού ελέγχου από τον κρατικό μηχανισμό στην κοινότητα, σε ΜΚΟ, σε εναλλακτικά σχήματα, προγράμματα και πρότυπα αντεγκληματικής πολιτικής. Στο πλαίσιο αυτό, περιορίζεται ο ρόλος της κρατικής απόκρισης στο έγκλημα, αμφισβητείται το μονοπώλιο του κρατικού ενδιαφέροντος για τις επιπτώσεις του εγκλήματος, αναπτύσσονται αποκεντρωμένες αντεγκληματικές δράσεις και ενισχύεται ο ρόλος και η συμμετοχή του κοινού στις πολιτικές πρόληψης και αντιμετώπισης του εγκληματικού φαινομένου.  
Οφέλη από την εφαρμογή του θεσμού: 
Η αποκαταστατική δικαιοσύνη δεν έχει μόνο ως όφελος την ενεργό εμπλοκή του θύματος στην διαδικασία και την ανάληψη της ευθύνης από τον δράστη. Ως παρεπόμενο αποτέλεσμα του εναλλακτικού αυτού τρόπου διαχείρισης του εγκλήματος θα πρέπει να αναφέρουμε την αποσυμφόρηση του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης από τον όγκο των ποινικών υποθέσεων όταν η επανορθωτική δικαιοσύνη εφαρμόζεται ως κατά παρέκκλιση διαδικασία.   Η  συνδιαλλαγή,  η διαμεσολάβηση, οι οικογενειακές συνεδρίες, οι συναντήσεις στο  πλαίσιο των τοπικών κοινωνιών όλες εκφράζουν ένα συμμετοχικό μοντέλο δικαιοσύνης που στοχεύει στον μετασχηματισμό του κυρίαρχου τρόπου απονομής δικαιοσύνης. Το συμμετοχικό αυτό μοντέλο αντιμετωπίζει την βλάβη όχι ως μια αόριστη έννοια και βλάβη του κράτους αλλά ως ένα τρωθέν αγαθό των διαπροσωπικών σχέσεων το οποίο αποκαθιστάται μέσα από διαδικασίες αυτορρύθμισηςΧαρακτηριστικά, ο Nils Christie –πρωτοπόρος του κινήματος της «άτυπης δικαιοσύνης» (informal justice) επισημαίνει «..ότι το Κράτος έχει κλέψει τη σύγκρουση μεταξύ των πολιτών και η κοινωνία στερήθηκε τις ευκαιρίες για την ταξινόμηση των κανόνων…»1 . 
 Λοιπά οφέλη: 

Η δικαιοσύνη είναι πιο κοντά και πιο ορθή για το θύμα 
Πιο καθησυχαστική για την κοινωνία-κοινότητα με αποτέλεσμα την ενίσχυση του κοινωνικού ιστού 
Διαφορετική για τον παραβάτη 
Ουδετερότητα διαμεσολαβητών  
Διαδικασία με μικρό κόστος 
Διαδικασία με αποτέλεσμα σε εύλογο χρόνο 
Μέσω άτυπων εμπιστευτικών συναντήσεων  

Διαδικασίες που εντάσσονται στους κόλπους της επανορθωτικής δικαιοσύνης 
Οι σύγχρονες μορφές αποκατάστασης είναι καταρχήν η  
Διαμεσολάβηση  
η διαδικασία δηλαδή που στοχεύει στην αποκατάσταση της σχέσης θύτη θύματος και στον επαναπροσδιορισμό της σε νέα βάση με την συνδρομή και τον συντονισμό ενός διαμεσολαβητή (μπορεί να είναι κοινοτική, σχολική, εργασιακή, μπορεί να λάβει χώρα μέσα σε σωφρονιστικά συστήματα για την ειρηνική επίλυση των συγκρούσεων μεταξύ κρατουμένων).   

Η διαμεσολάβηση στον εργασιακό χώρο 
Πρόκειται και εδώ για εξωδικαστική επίλυση διαφορών και διαχείριση συγκρούσεων μέσω της διευκόλυνσης της επικοινωνίας δεδομένου ότι στον χώρο εργασίας αναπτύσσονται δυναμικά που σχετίζονται με την ιεραρχία, την άσκηση εξουσίας, την κατανομή του εργασιακού όγκου, την ομαδική εργασία, την διαφορά κουλτούρας και αξιών, τις διαφορές του φύλου. Η εξομάλυνση των εργασιακών διαφορών οδηγεί σε περιβάλλον εργασίας που ευνοεί την παραγωγικότητα, ενισχύει το αίσθημα της ασφάλειας και της εμπιστοσύνης στο προσωπικό και καλλιεργεί ειλικρινείς και μακροχρόνιες σχέσεις. Ως περιεχόμενο διαφορών προς διαμεσολάβηση μπορεί να είναι η παρενόχληση, η λεκτική βία, η συστηματική κακόβουλη κριτική με υποτίμηση της συνεισφοράς και των δυνατοτήτων του θύματος, η κατάχρηση εξουσίας, οι απειλές και ο εκβιασμός καθώς και οι δημόσιες προσβολές. Τα προβλήματα αυτά αφορούν τις σχέσεις σε οριζόντιο και κάθετο επίπεδο δηλαδή αφορούν εργαζόμενους σε ομοιόβαθμη σχέση ή σε σχέση ιεραρχίας. Αν τα προβλήματα αυτά δεν επιλυθούν εγκαίρως συνήθως οδηγούν σε εγκατάλειψη της εργασιακής θέσης με παραίτηση ή σε παραμονή σε αυτό με κόστος το άγχος, την κατάθλιψη, τα ψυχοσωματικά προβλήματα του θιγόμενου προσώπου, την μείωση της παραγωγικότητας, τις φτωχές εργασιακές σχέσεις, την έλλειψη ικανοποίησης εκ μέρους των εργαζομένων, την απουσία αξιόπιστου και έμπιστου προσωπικού.  
Και εδώ η διαμεσολάβηση αποδεικνύεται λύση ταχύτερη, αμεσότερη και απλούστερη της ποινικής διευθέτησης/δικαστικής αντιδικίας. Το θετικό αποτέλεσμα των διαδικασιών διαμεσολάβησης στον εργασιακό χώρο είναι ευεργετικό για όλους τους εργαζόμενους και όχι μόνο για τους εμπλεκόμενους διότι καλλιεργεί το αίσθημα δικαίου, συντελεί στην ανάπτυξη σχέσεων αλληλεγγύης και τονώνει το ομαδικό πνεύμα ενισχύοντας την πεποίθηση ότι ο εργοδότης ενδιαφέρεται για τους εργαζόμενους του.  
Η σχολική διαμεσολάβηση 
Η σχολική διαμεσολάβηση η οποία οργανώνεται και εφαρμόζεται εντός του σχολικού πλαισίου, με την συμμετοχή σε μια δομημένη διαδικασία των μερών με σκοπό την επίλυση μιας διαφωνίας συνήθως σε περιστατικά βίας και επιθετικότητας μεταξύ συνομηλίκων και σε περιπτώσεις bullying ή όποιας άλλης διαφοράς εκδηλώνεται και αναπτύσσεται εντός του σχολικού χώρου 
Οι συσκέψεις διαμεσολάβησης 
Στην περίπτωση ανήλικων δραστών οι συσκέψεις διαμεσολάβησης είναι η συνηθέστερη πρακτική κατά την οποία οι οικογένειες δράστη θύματος συναντιούνται με στόχο την αποτελεσματική διευθέτηση της διαφοράς. Δεδομένης της εξαιρετικής σημασίας της συμβολής των γονέων στην οριοθέτηση, την επίβλεψη και την πρόληψη της υποτροπής των εφήβων, οι οικογενειακές συσκέψεις συμβάλλουν στην ανάπτυξη του αισθήματος ευθύνης από τον δράστη και βοηθούν στην επανένταξή του καθώς εστιάζουν στην διερεύνηση των κινήτρων που οδήγησαν στην πράξη και στον συγκεκριμένο τρόπο αντίδρασης καθώς και στην σημασία της συμβολής της κοινότητας στην εμπέδωση των κοινωνικών κανόνων και αρχών.   
Εκτιμώ ότι χρειαζόμαστε ευρεία εφαρμογή των νομικών ευκαιριών επανορθωτικής δικαιοσύνης. Για παράδειγμα γνωρίζουμε όλοι ότι η Ελλάδα έχει επανειλημμένως καταδικασθεί για παραβίαση του δικαιώματος σε μία δίκαιη και εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος δίκη εξαιτίας της βραδύτητας στην απονομή της δικαιοσύνης. Η εδ μας προσφέρει αντιθέτως ταχύτερες, φθηνότερες και  αποτελεσματικότερες λύσεις.  Η δικαστική οδός είναι χρονοβόρα και πολυδάπανη. Σε συνδυασμό δε με την κακή οργάνωση των δικαστηρίων, την ενίσχυση των ενδίκων μέσων, την αυξημένη εγκληματικότητα, την υπερ – ποινικοποίηση και την δικομανία, το πρόβλημα γίνεται ακόμη εντονότερο.  Ως επιμελήτρια ανηλίκων έχω διαπιστώσει την γνωστή σε όλους καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης με επιβαρυντικές τόσο για τον ανήλικο δράστη όσο και για το θύμα συνέπειες πχ το άρθρο 130 ΠΚ που προβλέπει ότι ανήλικος ο οποίος τέλεσε πράξη και εισάγεται σε δίκη μετά την συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του δικάζεται ως ενήλικος.  Ως επαγγελματίας του ποινικού συστήματος έχω αισθανθεί τις απρόσωπες όσο και ψυχικά ολέθριες επιπτώσεις της ποινικής διαδικασίας στα εμπλεκόμενα μέρη. Ως παράγων της ποινικής δίκης έχω επανειλημμένα βιώσει την αγανάκτηση του θύματος εξαιτίας των κενών της διαδικασίας και της ελλιπούς υποστήριξης του εντός και εκτός δικαστηρίου. Ως άνθρωπος έχω αφουγκρασθεί την ανικανότητα του συχνά διεκπεραιωτικού κλασικού συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης να ανταποκριθεί στις πραγματικές ανάγκες του θύματος. Ως νομικός έχω επανειλημμένα ενοχληθεί από τον απαξιωμένο και υποβαθμισμένο ρόλο του θύματος στην ποινική διαδικασία αλλά και από την ανεπάρκεια του επίσημου ποινικού συστήματος να διαπαιδαγωγήσει, να επανεντάξει, να καθοδηγήσει όχι μόνο τον ανήλικο δράστη αλλά και τα λοιπά μέρη μιας ποινικής διαφοράς. Η απάντηση στις ελλείψεις αυτές πιστεύω ότι είναι η ελπίδα και η αισιοδοξία που φέρουν το κίνημα και οι πρακτικές της επανορθωτικής ή αποκαταστατικής δικαιοσύνης. Ενα κίνημα διαρκώς εξελισσόμενο που διαμορφώνει διαδικασίες οικειοθελούς συμμετοχής και επίλυσης διαφορών. Με τρόπο δημοκρατικό και όχι κατασταλτικό, που διασφαλίζει και οφείλει να διασφαλίζει την προστασία του δράστη από κοινωνικό στιγματισμό και να εγγυηθεί τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για όλους τους συμμετέχοντες. 

Επανορθωτική δικαιοσύνη στα σωφρονιστικά καταστήματα 
Μερικά από τα επιχειρήματα των υποστηρικτών εφαρμογής πρακτικών  επανορθωτικής δικαιοσύνης στον χώρο των φυλακών είναι καταρχήν η σύνδεση των τελευταίων με την τοπική κοινωνία με την μετατροπή των στερητικών της ελευθερίας ποινών σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, η ενδυνάμωση της υπευθυνότητας των κρατουμένων, ο περιορισμός των συγκρούσεων στις φυλακές, η διαχείριση του άγχους των εργαζομένων σε σωφρονιστικά καταστήματα. Υπάρχουν ωστόσο και βασικές αντιφάσεις και αντιθέσεις με την εφαρμογή προσεγγίσεων επανορθωτικής δικαιοσύνης στις φυλακές όπως ιδεολογικές διαφορές σχετικά με την επιβολή του εγκλεισμού, η ιδέα της ανταπόδοσης και της τιμώρησης από την μια και της επανένταξης από την άλλη. 




Γενικές αρχές που διέπουν την επανορθωτική δικαιοσύνη: 

-συναίνεση και εθελούσια συμμετοχή των μερών στις πρακτικές της /ούτε το θύμα μα ούτε ο δράστης θα πρέπει να εξαναγκάζονται για συμμετοχή σε διαδικασίες επανορθωτικής δικαιοσύνης -τα μέρη έχουν την διακριτική ευχέρεια να επιλέξουν ή όχι την συμμετοχή στην διαδικασία 
-τα μέρη έχουν την επιλογή να αποδεσμευθούν όποτε θελήσουν από την διαδικασία και σε αυτήν την περίπτωση ενεργοποιείται ξανά ο επίσημος ποινικός μηχανισμός 
- θα πρέπει να είναι διαπιστωμένη η κοινή παραδοχή των βασικών περιστατικών της διαπροσωπικής σύγκρουσης. Ο δράστης θα πρέπει να παραδέχεται την ευθύνη της πράξης του. Διαφορετικά ακολουθείται η τυπική διαδικασία στο ακροατήριο, ώστε να αποδειχθεί ή όχι η ενοχή του.  
  
-επιπλέον, ο δράστης θα πρέπει να αποδέχεται την επανόρθωση ή αποκατάσταση της βλάβης που προξένησε η πράξη του στο θύμα. Αυτός είναι άλλωστε και ο πυρήνας του θεσμού. Η αποκατάσταση μπορεί να εκτείνεται από μια συγγνώμη μέχρι χρηματική αποζημίωση.  

-όλοι οι εμπλεκόμενοι θα πρέπει να κατανοούν πλήρως την διαδικασία, την σημασία της, το περιεχόμενό της, της προοπτικές της και της εναλλακτικές της σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί κοινή λύση.  

-διασφάλιση τήρησης των εγγυήσεων και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τόσο για τον δράστη όσο και για το θύμα και ειδικά σε περιπτώσεις ανηλίκων δραστών οι νομικές ρυθμίσεις και αρχές που διασφαλίζουν μια δίκαιη και αξιοπρεπή διαδικασία/δίκη πρέπει επίσης να τηρούνται (δικαίωμα ενεργούς συμμετοχής, αρχή αναλογικότητας, δικαίωμα ακρόασης, δικονομικές εγγυήσεις κλπ) 

-απόρρητο των συζητήσεων -να διασφαλίζεται το απόρρητο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και οι συμμετέχοντες να δεσμεύονται με απαράβατη υποχρέωση εχεμύθειας 
-τήρηση ενός κώδικα δεοντολογίας που διέπει την διαδικασία και τον ρόλο των διαμεσολαβητών 

-εξεύρεση μιας κοινά αποδεκτής λύσης όχι κατ ανάγκη οικονομικής αποζημίωσης 

-οι διαδικασίες πρέπει να ολοκληρώνονται σε εύλογους χρόνους τους οποίους όλα τα μέρη πρέπει από την αρχή να γνωρίζουν  

-η απόφαση ανήκει στα μέρη, ο διαμεσολαβητής δεν αποφασίζει για λογαριασμό τους αλλά συνεργάζεται μαζί τους για να καταλήξουν σε μια κοινά αποδεκτή λύση όμως δεν έχει δικαιοδοτική κρίση 
-στην διαμεσολάβηση δεν υπάρχει νικητής και ηττημένος, η αδ τελεσφορείται μόνο όταν όλα τα μέρη αισθάνονται ότι ουσιαστικά ακούστηκαν και ικανοποιήθηκαν 
 -η διαδικασία δεν είναι δημόσια αλλά αφορά μόνο τα εμπλεκόμενα μέρη και η μόνη διεύρυνση του κύκλου των συμμετεχόντων αφορά την συμμετοχή της κοινότητας, συνεπώς η διαφορά αντιμετωπίζεται ως ιδιωτική,  ως προσωπική σχέση και η συμμετοχή εκπροσώπων της τοπικής κοινωνίας συμβάλλει στην διαμόρφωση ‘κοινωνικής ειρήνης’ και συμφιλίωσης  

-η τελική συναπόφαση των μερών δημιουργεί δεδικασμένο και δεν επιτρέπεται άλλη διαδικασία που να κρίνει την ίδια διαφορά (ne bis in idem) δηλαδή οι κατά παρέκκλιση διαδικασίες με παραπομπή σε διαμεσολάβηση μεταξύ των μερών θα πρέπει να έχουν το ίδιο κύρος με τις δικαστικές αποφάσεις και να υπάρχει η πρόβλεψη της παύσης της ποινικής δίωξης ανάλογα με το αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης.  

-Τέλος, στην Ελλάδα τουλάχιστον, για το αποτέλεσμα της διαμεσολαβητικής διαδικασίας συντάσσεται έκθεση του διαμεσολαβητή προς την αρμόδια δικαστική αρχή, που αποφάσισε με σύμφωνη γνώμη των μερών την υπαγωγή της υπόθεσης σε καθεστώς συνδιαλλαγής, και αυτή με τη σειρά της την επικυρώνει με τη μορφή δικαστικής απόφασης.  

Φυσικά υπάρχει και ο αντίλογος όσων είναι αρκετά επιφυλακτικοί απέναντι στον θεσμό της επανορθωτικής δικαιοσύνης 
-εργαλειοποιείται το θύμα προς όφελος του δράστη λόγω του προσανατολισμού του σύστηματος και της τεχνικής αποκαταστατικής δικαιοσύνης, να μην εξαναγκάζεται σε συμμετοχή και να ενημερώνεται επαρκώς για την διαδικασία και την έκβαση αυτής 
-οι διαφωνούντες με τις πρακτικές της εδ υποστηρίζουν ότι δεν παρέχονται οι δικονομικές εγγυήσεις στον δράστη που παρέχονται κατά την κλασική ποινική διαδικασία 
-απειλείται ή αίρεται το τεκμήριο αθωότητας του δράστη όταν η διαδικασία αποκατάστασης προυποθέτει και προαπαιτεί την παραδοχή της ενοχής από τον ίδιο? Ποιες οι εγγυήσεις απόσπασης της παραδοχής και ομολογίας? Οικειοθελής παραίτηση του δράστη ώστε να ενταχθεί σε πρόγραμμα αποκαταστατικής δικαιοσύνης? 
-η αρχή της αναλογικότητας που αποτελεί βασική αρχή απονομής της δικαιοσύνης πώς διασφαλίζεται στις διαδικασίες επανορθωτικής δικαιοσύνης? 
-δεν υπάρχουν τα νομικά εργαλεία προσβολής μιας απόφασης αποκαταστατικής δικαιοσύνης όπως πχ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και τα ένδικα μέσα στο κλασικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης 
-οι ανήλικοι  λόγω της πνευματικής τους ανωριμότητας δεν μπορούν πάντα να αντιληφθούν την σημασία και την σπουδαιότητα της επανορθωτικής διαδικασίας και συχνά θεωρούν ότι είναι απλώς μια λύση για ‘να πέσουν στα μαλακά’ ή μπορεί να καταλήξουν σε μια λύση χωρίς να την έχουν αντιληφθεί πλήρως και να παρασυρθούν σε κάτι που δεν θέλουν.  
-θα πρέπει να διασφαλισθεί η αποφυγή του στιγματισμού του δράστη ώστε αυτός να μην αντιλαμβάνεται την διαδικασία αποκαταστικής δικαιοσύνης ως ‘διπλή τιμωρία’, να μην είναι η λύση ταπεινωτική και μειωτική γι αυτόν και να διασφαλίζεται η τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τόσο για τον δράστη όσο και για το θύμα 
-θα πρέπει να μην διευρύνεται το δίκτυο του άτυπου κοινωνικού ελέγχου υπερβολικά  
-τα προγράμματα επανορθωτικής δικαιοσύνης και το περιεχόμενό τους είναι σκόπιμο να αξιολογούνται και να επαναπροσδιορίζονται σε τακτά διαστήματα με συγκεκριμένα και αυστηρά ποιοτικά κριτήρια και να μην είναι υπέρμετρα φιλόδοξα 
-η σοβαρότητα της πράξης αποτελεί ή όχι κριτήριο για την ένταξη μιας διαφοράς σε διαδικασίες αποκατασταστικής δικαιοσύνης? Σύμφωνα με μια άποψη η βαρύτητα της πράξης δεν αποτελεί κριτήριο ώστε να αποφανθούμε για την καταλληλότητα και σκοπιμότητα της συνδιαλλαγής σε μια συγκεκριμένη περίπτωση. Στο πλαίσιο αυτό υποστηρίζεται η επανορθωτική δικαιοσύνη και σε πράξης ιδιαίτερης κοινωνικοηθικής και ποινικής απαξίας όπως ο βιασμός και η ανθρωποκτονία. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης αντλούν τις θέσεις τους από την διαπιστωμένη ανάγκη των θυμάτων να αντιμετωπίσουν τους θύτες τους και να ανιχνεύσουν τα κίνητρα και τα αίτια της βλάβης που υπέστησαν διατυπώνοντας εύλογα ερωτήματα απευθείας προς τον δράστη. Στον αντίποδα βρίσκονται όσοι υποστηρίζουν ότι η εφαρμογή της συνδιαλλαγής σε ανάλογες περιπτώσεις δρα ενθαρρυντικά για την δευτερογενή θυματοποίηση των θυμάτων.  









ΕΠΙΛΟΓΟΣ  

Η αξιολογήσεις των αποτελεσμάτων της αποκαταστατικής δικαιοσύνης παγκοσμίως είναι άκρως ενθαρρυντικές. Η Βασω Αρτινοπούλου αναφέρει έρευνα του Καναδικού Τμήματος Δικαιοσύνης αποτελούμενη από 32 αξιολογήσεις προγραμμάτων αποκαταστατικής δικαιοσύνης με αξιόπιστα κριτήρια η οποία κατέδειξε ότι υπάρχει πολύ στενή σχέση αυτής της μορφής δικαιοσύνης με τη μείωση της υποτροπής, την υψηλότερη αίσθηση του δικαίου που αποκτούν τα θύματα και οι δράστες και μεγαλύτερη εφαρμογή της συναίνεσης συγκριτικά με τις υποθέσεις επιβολής ποινής. Ως προς την σχέση της επανορθωτικής δικαιοσύνης με τα ανθρώπινα δικαιώματα, σκόπιμο είναι να τονίσουμε ότι διασφαλίζεται ο σεβασμός και η ισότητα των μερών, διευρύνεται το δικαίωμα συμμετοχής και ακρόασης θύτη-θύματος, δίνεται προτεραιότητα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και δευτερευόντως στην υλική αποκατάσταση της βλάβης, οι σχέσεις που διαμορφώνονται μέσα στην κοινότητα επαναπροσδιορίζονται σε ένα διαφορετικό ποιοτικά πλαίσιο με ενίσχυση των δεσμών της και με συνδιαμόρφωση των εννοιών του δίκαιου και του άδικου, αναπτύσσεται η ελευθερία της έκφρασης, θεμελιώνεται το δικαίωμα όλων σε ταχεία και άμεση, με μικρό οικονομικό κόστος διαδικασία αποκατάστασης της βλάβης. Η αποκαταστατική ή επανορθωτική δικαιοσύνη δεν είναι ταξική, δεν είναι προνόμιο των λίγων, είναι προσβάσιμη απ όλους  και σε όλους. Από την άλλη δεν είναι μια διαδικασία εύκολη. Για πολλούς δράστες ο άμεσος και ευθύς τρόπος επικοινωνίας με το θύμα μπορεί να είναι επίπονος ή δυσάρεστος γιατί δημιουργεί άμεσες αντιστοίχως αξιώσεις ανάληψης καταρχήν ηθικής ευθύνης, έκφρασης συγγνώμης ή άλλης αποκατάστασης.  
Δυστυχώς όμως τα τελευταία χρόνια παράλληλα με τις εξελίξεις στον χώρο της επανορθωτικής δικαιοσύνης και εξαιτίας των οικονομικών δυσχερειών που πλήττουν ολόκληρη την Ευρώπη καταγράφεται αυστηροποίηση των ποινών κυρίως στις δυτικές χώρες με έντονο το αίσθημα της ανασφάλειας, μείωση της ηλικίας του ποινικά ακαταλόγιστου (πχ αγγλία δέκα έτη, σκωτία οκτώ έτη), μηδαμινή ανοχή απέναντι στο έγκλημα.  

Η εφαρμογή των πρακτικών επανορθωτικής δικαιοσύνης στην χώρα μας έχει ακόμη μακρύ δρόμο. Χρειαζόμαστε εξειδικευμένους και εκπαιδευμένους επαγγελματίες εγγυητές/ρυθμιστές της διαδικασίας ως διαμεσολαβητές, χρειαζόμαστε την τόλμη των δικαστικών λειτουργών και των εισαγγελικών αρχών  για την προώθηση του θεσμού.  

Σήμερα, η αναγκαιότητα του θεσμού της εδ είναι εμφανέστερη παρά ποτέ κυρίως γιατί στις μέρες μας οι αξίες και οι αρχές της (σεβασμός των μερών, ανάληψη ευθύνης, εμπλοκή των τοπικών κοινοτήτων, συμμετοχική δικαιοσύνη, συνδιαμόρφωση απόφασης) καθρεφτίζουν ταυτόχρονα τις αξίες που έχει ανάγκη η ελληνική κοινωνία για να ορθοποδήσει και να εξέλθει από το ηθικό τέλμα της κρίσης. Ταυτόχρονα, οι αρχές της εδ αντικατοπτρίζουν τις αρχές που καλείται να μεταγγίσει στα παιδιά της η χώρα μας ώστε αυτά να οραματισθούν ένα εντιμότερο μέλλον.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.