Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014

«Οι καρτεροάγρυπνοι» της Άννας Κελεσίδου




« Η αγάπη για τους δικούς μου, που είναι  η δεξαμενή, το νόημα της ζωής μου και η αγάπη της γραφής που δίνει λεκτική μορφή στο περιεχόμενο αυτής της αγάπης και όλων των μορφών της αγάπης που βίωσα και βιώνω,  κινεί τα νήματα  όλων των αναγκών μου».  (σελ. 51)         
Ήδη από τον τίτλο του, το βιβλίο αυτό της ακούραστης ερευνήτριας Άννας Κελεσίδου προοικονομεί το “ύφος” του, αντιπροσωπευτικό του “ήθους” της συγγραφέως. Η ίδια μας προειδοποιεί, “μην ψάχνετε στα λεξικά, δεν θα βρείτε τον όρο αυτόν που χρησιμοποίησε κάποιος για ένα Έλληνα αγωνιστή του 1921 και 1827”, αφιερώνοντας έτσι ίσως μ' αυτόν τον τρόπο το έργο της σε όλους τους ανώνυμους αγωνιστές που αδικήθηκαν, λοιδορήθηκαν ή απλά λησμονήθηκαν από τους συγχρόνους τους ή από την επίσημη ιστορία.
 Το τελευταίο αυτό κείμενο της Άννας Κελεσίδου, αταξινόμητο ως προς το είδος του, καθώς η γραφή διαρκώς μετακινείται από την αυτοβιογραφία στη φιλοσοφική πραγματεία, από τη λογοτεχνία στο δοκιμιακό λόγο, εκπλήσσει με την πυκνότητα των διαδρομών του. Την αφήγηση ωστόσο διατρέχουν, θα έλεγε κανείς, δύο παραδοχές, που φαίνεται να αποτελούν κατευθυντήριους άξονες για τη συγγραφέα. “Το ενδεχόμενο αίρεται όταν εγκαθίσταται η πραγματικότητα” και “ Να κάνεις αυτό που αγαπάς ή και να αγαπάς αυτό που κάνεις”. Το πρώτο συνιστά απόρροια των φιλοσοφικών αναζητήσεων της Άννας Κελεσίδου, ενώ το δεύτερο προτροπή που της κληροδότησαν οι μικρασιάτισσες γιαγιάδες της κι ευλαβικά την προτάσσει μέχρι σήμερα ως ορίζουσα του βίου της. Έτσι, εξαρχής διαγράφεται το πεδίο μέσα στο οποίο θα κινηθεί                     ο στοχασμός της συγγραφέως. Μεταξύ Ανάγκης και Τύχης, νομοτέλειας και ελευθερίας της ανθρώπινης βούλησης ή επίσης, αν χρησιμοποιούσαμε ψυχαναλυτική ορολογία, μεταξύ αρχής της πραγματικότητας και αρχής της ευχαρίστησης. Ωστόσο, ακόμα και                   σ' αυτό το προδιαγεγραμμένο πλαίσιο οι όροι δεν είναι μονοσήμαντοι. Η Ανάγκη δεν ταυτίζεται με τον καταναγκασμό, με την επίμοχθη υποχρέωση. Μπορεί να σημαίνει την εκπλήρωση του χρέους ως φυσικής συνέπειας μιας στάσης ζωής ακέραιης. Αντίστοιχα, η Τύχη δεν αντιπροσωπεύει πάντοτε στις σελίδες αυτού του βιβλίου την ευτυχή συγκυρία. Κάποιες φορές μπορεί να πρόκειται για συνάντηση με το Απροσδόκητο με τη μορφή ενός σοβαρού ατυχήματος, όπως στην ιστορία της συνταξιδιώτισσας της Μυρσίνης, ενώ στην περίπτωση της κυρά-Κούλας, που διάβασε μόνη της στο φλυτζάνι του καφέ το “κλείδωμα του χρόνου”, μπορεί να σημαίνει και τη συνάντηση με το “νόστιμον ήμαρ”. Αντίστοιχα, οι πραγματικότητες των ηρώων που κατοικούν στις αφηγήσεις του βιβλίου, όσο σκληρές κι αν μοιάζουν από πολλές απόψεις, σημαδεμένες καθώς είναι από την ανέχεια, την αδικία, την οδύνη, αρδεύονται ωστόσο υπόγεια από ρεύματα ευχαρίστησης αόρατα σ' εμάς τους ανυποψίαστους αναγνώστες με την πρώτη ματιά. Οι άνθρωποι αυτοί, στην πλειονότητά τους πρόσφυγες ξεριζωμένοι από τις εστίες τους, τις οποίες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, ξέρουν κι επιδιώκουν να χαίρονται με τα στοιχειώδη, με τη διττή έννοια της λέξης -ένα νόστιμο φαγητό, μια σύναξη φίλων, ένα ερωτικό άγγιγμα. Συνάμα δηλαδή με τα κεφαλαιώδη και με τα ελάχιστα.
  Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου  κεντρική είναι η θεματική της τραυματικής και τραυματισμένης μνήμης. Της ατομικής μνήμης της συγγραφέως, που ανατρέχει στο ημερολόγιο του πατέρα της, ο οποίος, έχοντας αποπεμφθεί από το στράτευμα λόγω αμφίβολων κοινωνικών φρονημάτων, μολονότι διακρίθηκε για τον ηρωισμό του στον πόλεμο στα βουνά της Αλβανίας, αναγκάζεται ακόμα κι αυτό το τετράδιο του χειρογράφου του να το προμηθευτεί λόγω ένδειας από την “Επιτροπή Διαχειρίσεως των Βοηθημάτων εν Ελλάδι”. Αλλά και της συλλογικής μνήμης, αυτής ενός ολόκληρου έθνους που, αιχμαλωτισμένο στον φαύλο κύκλο της αδελφοκτόνου αιματοχυσίας επαναλαμβάνει στη σκηνή της σύγχρονης ιστορίας δράματα παλαιά όσο κι ο κόσμος, απ' αυτά που η αρχαία ελληνική τραγωδία εξιστορούσε αποφεύγοντας να τα αναπαραστήσει. Η βιβλική ιστορία του Κάιν και του Άβελ ή, θα προσθέταμε εμείς, τα πάθη των καταραμένων από τους θεούς γενών των Ατρειδών και των Λαβδακιδών στοιχειώνουν τη μεταπολεμική Ελλάδα, όπου, όπως πικρά επισημαίνει η Aννα Κελεσίδου, “το κακό συνεχιζόταν...και δεν έφτανε πια να μην είσαι Κάιν ή Άβελ ή φίλος των φίλων τους, αλλά το χειρότερο ήταν να μην είσαι ούτε Κάιν ούτε Άβελ, γιατί τότε σ' έκαναν οι μεν και οι δε αντίπαλό τους και σε κυνηγούσαν και δεν σωζόσουν πουθενά, αφού ούτε στο ένα ούτε στο άλλο στρατόπεδο υπήρχε για σένα καταφύγιο”. Ένας απ' αυτούς τους “ανένταχτους” φαίνεται να ήταν και ο αξιωματικός Μιχάλης Κελεσίδης, τον οποίο καθαίρεσε αυθαίρετα το 1945 το Α Ειδικό Στρατιωτικό Συμβούλιο,  κατατάσσοντάς τον στον Πίνακα Β, αυτών που απομακρύνονταν κι ετίθεντο εκτός Υπηρεσίας, κι όχι στον Πίνακα Α, όπως του άξιζε με βάση την ανδρεία που επέδειξε στο πεδίο της μάχης. Ο γενναίος αυτός αξιωματικός ήξερε να συνδυάζει, όπως τόσο παραστατικά διαφαίνεται στις αναμνήσεις της κόρης του, την αίσθηση του καθήκοντος με τη χαρά της ζωής, καθώς, όταν εκείνη του επεσήμανε σ' έναν περίπατο που είχαν πάει ενώ ήταν ακόμα μικρούλα πως ένας στρατιώτης δεν τον χαιρέτησε στρατιωτικά όπως του άρμοζε, αυτός αρκέστηκε να της ψιθυρίσει πως δεν πείραζε, αφού “το παλικάρι αγνάντευε τη θάλασσα...”. Ωστόσο, πληγωμένος από την αδικία που του έγινε, δεν έπαυε να προσδοκά πως “έσσεται ήμαρ”, να προσδοκά, να καρτερεί επαγρυπνώντας και με ανδρεία  τη μέρα που θα ερχόταν η πολυπόθητη αποκατάσταση. Στο βιβλίο δεν αναφέρεται η έκβαση, οπότε μπορούμε να εικάσουμε πως αυτή η αποκατάσταση μπορεί και να μην ήρθε ποτέ. Όπως δεν ήρθε για τους χιλιάδες εκτοπισμένους από τα παράλια της Μικράς Ασίας και την ενδοχώρα της Ανατολίας, που δεν έλαβαν αποζημίωση για όσα άφησαν πίσω, ενώ στην Ελλάδα ήρθαν αντιμέτωποι με την εχθρότητα και την καχυποψία των γηγενών. Όπως δεν ήρθε για τους συγγενείς των θυμάτων των δύο Μεγάλων Πολέμων και των καταστροφών, των εμφύλιων συρράξεων και των γενοκτονιών που προηγήθηκαν ή τους ακολούθησαν. Όπως δεν ήρθε για τους συγγενείς των ηρώων της Αντίστασης στην Ελλάδα, την Κύπρο και αλλού, που εξωθήθηκαν εν τέλει να λύσουν οι ίδιοι μακρόχρονη σιωπή προκειμένου να υπερασπιστούν τη μνήμη των δικών τους που κινδύνευε να σπιλωθεί από παραχαράκτες της ιστορικής αλήθειας, όπως στην περίπτωση του αγωνιστή της ΕΟΚΑ Σάββα Κόκκινου που αναφέρεται στο επίμετρο του βιβλίου.  Έτσι,  συνδέοντας το εισαγωγικό κεφάλαιο του έργου με τον επίλογο, η συγγραφέας συνθέτει ένα στέρεο  αφηγηματικό οικοδόμημα,  παραμένοντας πιστή στις ρήσεις του μακρινού δασκάλου της στη φιλοσοφία, του Αλκμαίωνα, που παρατηρούσε ότι “οι άνθρωποι απόλλυνται ότι ου δύνανται την αρχή τω τέλει προσάψαι”...
Μέσα σ' αυτό το ιδιότυπο αφηγηματικό σχήμα που δεν “χωρά” σε καμία στεγανή κατηγορία, τα κεφάλαια που ακολουθούν υφαίνουν μαρτυρίες με σκέψεις και συλλογισμούς, μυθοπλασίες με διαπιστώσεις και παράθεση πληροφοριών ιστορικού  και φιλοσοφικού χαρακτήρα, επιστημονικές διατυπώσεις και διηγήσεις μικρών, φαινομενικά ασήμαντων συμβάντων της καθημερινότητας.
 Αν στο πρώτο κεφάλαιο    αυτό που κυριαρχεί είναι η αναζήτηση δικαίωσης από τον άλλον, εν προκειμένω τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία, στο δεύτερο η ίδια                    η ηρωίδα, η γιαγιά Τιμοθέα προβαίνει στην επανόρθωση του κακού που της έγινε. Φτιάχνοντας μια κρήνη ως μνημείο για τον άντρα της που πέθανε από δίψα διωγμένος από τον τόπο του, θύμα της θηριωδίας του νεοτουρκικού εθνικισμού, δε σταματά στη συγχώρεση, αλλά προβαίνει σε μια συμβολική πράξη που σαν μαγικά να επιδιώκει να αποτρέψει το να βρεθεί ποτέ ξανά κάποιος στη θέση του αγαπημένου της συντρόφου. Η γιαγιά Τιμοθέα, η μάνα Ευδοκία, ο Μιχάλης, ο πατέρας της Ιόλης  είναι μόνο μερικά από τα πρόσωπα που μας συστήνονται μέσα από τα λόγια της αφηγήτριας, που τους εξασφαλίζει έτσι μια δεύτερη ζωή.
Το κείμενο μιλά για το τραύμα, όπως ανιχνεύεται στις ζωές των ανθρώπων και όπως συγχρόνως αρχειοθετείται και συσκοτίζεται στη Μεγάλη Αφήγηση της Ιστορίας, αλλά όχι μόνο γι' αυτό. Μιλά επίσης για τον έρωτα, με αφορμή τη συνάντηση του Παύλου και της Ιόλης στην κρήνη της γιαγιάς Τιμοθέας, και την προοδευτική μεταλλαγή του ερωτικού πάθους σε βαθιά αγάπη. Μιλά για το θάνατο, αυτόν που έρχεται “ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά”, αλλά και τον άλλον, το βίαιο θάνατο που κόβει ξαφνικά το νήμα και στερεί - έσχατο έγκλημα - από τα θύματά του τη φυσική κατάληξη, την τελευτή που ο καθένας δικαιούται. Μιλά ωστόσο, και κυρίως, για τη ζωή, για τους γαλήνιους ρυθμούς της κανονικότητάς της και τις μεταπτώσεις της, με την εργασία και τη σχόλη, με τις γιορτές και τα καλέσματα όπου τα φιλέματα και τα γέλια συνυπάρχουν με το θρήνο για τους νεκρούς, την αναπόληση για τις χαμένες πατρίδες και την αγωνία για τις επαπειλούμενες νέες τραγωδίες.
Στη ροή της αφήγησης οι σχέσεις των ανθρώπων διαδέχονται την αγάπη και την τρυφερότητα που έχει η συνύπαρξη με τα ζώα, το αδέσποτο γατάκι που έσωσε η Μυρσίνη, τα καναρίνια, οι χελώνες και τα σκυλιά που έχουν όλα τη θέση τους στο σπίτι της οικογένειας. Οι οικείοι χώροι, η γη της νοσταλγίας, η Μικρά Ασία, και η χώρα υποδοχής, η   Ελλάδα του ταραγμένου 20ου αιώνα, παραχωρούν ενίοτε τη θέση τους σε μέρη οικεία από άλλη άποψη, στην Κάτω Ιταλία και την Κύπρο, όπου φορείς της οικειότητας για τη συγγραφέα είναι πλέον η γλώσσα και ο πολιτισμός κι όχι η εντοπιότητα. Όσο για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να έρθει σε επαφή με τον ξένο, τον ξένο τόπο εν προκειμένω, η συγγραφέας προτείνει να τον γνωρίσει “από τα σχολεία και τα νοσοκομεία”,όπως έλεγαν παλιά “από τα παιδιά και τους φτωχούς”, υποθέτοντας ότι θα ήταν οι πλέον ειλικρινείς και ανυπόκριτοι.
  Το έκτο, το έβδομο και το όγδοο κεφάλαιο του βιβλίου, σε αντίθεση με τα προηγούμενα, είναι γραμμένα πιο πολύ σαν θεωρητικές μελέτες που ασχολούνται με ορισμένες έννοιες ύψιστης κοσμολογικής, γνωσιολογικής και ηθικής σημασίας, όπως ο χρόνος, η γνώση, η αρετή, η δικαιοσύνη. Όσο κι αν η συγγραφέας δεν κρύβει την αφοσίωσή της στην πλατωνική φιλοσοφία, πράγμα που αντανακλάται και στην επιλογή των εννοιών που προσελκύουν το ενδιαφέρον της, στο  έκτο κεφάλαιο του βιβλίου της ωστόσο μας εξομολογείται ότι έχει δημιουργήσει  κι έναν χώρο όπου  όσοι επιθυμούν να εντρυφήσουν στη φιλοσοφία μπορούν να προσέλθουν ελεύθερα, κατά το πρότυπο των αρχαιοελληνικών φιλοσοφικών σχολών. Εκεί, στον κήπο της, η  Ιόλη αφηγείται παραμύθια  όπου υπάρχει το ενδεχόμενο η ιστορία να “λοξοδρομήσει” από την πεπατημένη της αφήγησης, ανταποκρινόμενη στη σχετική διερώτηση που εκφράζει πολλάκις η συγγραφέας για το κατά πόσο κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί και στην πραγματική ζωή. Το παραμύθι του καλού λύκου που η Κοκκινοσκουφίτσα τάιζε γλυκά και του κακού κυνηγού που ήθελε να τον σκοτώσει είναι ένα από αυτά. Συγχρόνως, οι παρευρισκόμενοι συζητούν για τα χαρακτηριστικά της ευνομούμενης πολιτείας και για τις πιθανές προτάσεις που θα μπορούσαν να βελτιώσουν τη λειτουργία του Πανεπιστημίου.
Το έβδομο κεφάλαιο του βιβλίου αφορά την έννοια του δικαίου μέσα από τα βιώματα της Άλκηστης, ενώ το όγδοο πραγματεύεται την έννοια του χρόνου. Στο κεφάλαιο αυτό, το τελευταίο πριν το επίμετρο και τον επίλογο, είναι σαν να συμπυκνώνονται τα ζητήματα που απασχόλησαν τη συγγραφέα καθ' όλη τη διάρκεια της αφήγησης. Μας ξεναγεί στα μονοπάτια του επιστημονικού λόγου, ξεκινώντας από το χρόνο της Κοσμολογίας που “συνδέεται με τις μεταβολές που συμβαίνουν στο σύμπαν, μέσω των οποίων είναι δυνατή η συνειδητοποίησή του από τους ανθρώπους”, για να καταλήξει στο χρόνο της Θεωρίας της Σχετικότητας του Αϊνστάιν, που, μη δυνάμενος να ιδωθεί διακριτά από τη διάσταση του χώρου, καθορίζεται όχι ως αυτόνομο μέγεθος αλλά με βάση την κίνηση του εν χρόνω αντικειμένου ως προς τον παρατηρητή. Από το χρόνο της Μακράς Διάρκειας μετακινείται στον πεπερασμένο χρόνο της ανθρώπινης ζωής, στους “τεταγμένους του βίου χρόνους”, όπου το καθοριστικό κριτήριο δεν είναι το ποσοτικό, η βραχύτητα ή μη του βίου, αλλά το ευ ζην, καθώς, κατά τον Δημόκριτο, το κακώς ζην ισοδυναμεί με  “πολύν χρόνον αποθνήσκειν”. Σε αυτό το σημείο  του χρόνου θα αναφέρω το παράθεμα αφιερωμένο στον αγαπημένο μας και πάντα εδώ μαζί μας  Αντώνη Καλαμπάκα « ο σοφός ....ο ¨Αγγελος.....που αν και ειδήμων της έννοιας του χρόνου από την άποψη της φυσικής, διέιθετε μια φυσική αντοχή που διέψευδε την υπαρκτότητα του χρόνου ή μετέτρεπε τον ίδιο σε αειθαλή πνευματική παρουσία».
Mέσα από τη ζωντανή γραφή της Άννας Κελεσίδου, ο Henri  «θα συνεχίζει να ψάχνει τους θυσαυρούς της αγαπημένης του Ελλάδας, στο πέλαγος των λόγων του Πλάτωνος, αλλά και να ψαρεύει στη θάλασσα της Κορσικής με δαμασμένοο το κύμα του αιφνίδιου θανάτου.... Η  Σταυρούλα  θα συνεχίζει να προσκολάται και να χαίρεται με μικρά  πράγματα που την φέρνουν σε επαφή με τους άλλους παραμερίζοντας τα προβλήματά της.  ¨Ολα συνεχίζονται όσο  θυμόμαστε, όσο σκεφτόμαστε, τίποτα δεν χάνεται...
«Γιατί λένε πως πριν από τον κόσμο δεν υπήρχε τίποτα, αφού υπήρχε το τίποτα?»
ρωτά το μαθητούδι της Δευτέρας Δημοτικού.

Στην περιδιάβασή της από την Ιστορία στη Φιλοσοφία κι από κει σε ακόμα πιο μακρινούς χώρους του επιστητού, όπως είναι αυτός της σύγχρονης Φυσικής, η Άννα Κελεσίδου μιλά για ζητήματα σύνθετα, τεράστιας ανθρωπολογικής σημασίας, με γλώσσα απλή και κατανοητή αλλά και ιδιαίτερη «Ενα σεντούκι λέξεις» είναι τίτλος σημαντικού της έργου και είναι η κληρονομιά της ο θησαυρός της.  Κι αν, όπως επισημαίνει μεταφέροντας τη σκέψη του Heggel, “η ιστορία διδάσκει, οι άνθρωποι δεν διδάσκονται από αυτήν”  η κρήνη της γιαγιάς Τιμοθέας μακάρι να στέκει πάντα εκεί, πρόθυμη να ξεδιψάσει όποιον πλησιάζει, όπως κι η αυλόπορτα της εγγονής που δυο φορές την εβδομάδα παραμένει ανοιχτή  σαν σύμβολο της ελπίδας, ότι όσες φορές κι αν το τραγικό που έχει απωθηθεί ως τραυματική αναπαράσταση, που έχει αποσιωπηθεί, επιστρέφει στη σκηνή της ιστορίας ως πράξη εφόσον αρθρωθεί σε λόγο θα μπορέσει ίσως να οδηγήσει στη συν-γνώμη, σε μια νέα εκδοχή της πραγματικότητας, που θα μπορούσε να υποδηλώνει η γαλλική παροιμία που αγαπά η συγγραφέας. “Μην ακουμπάς στην πληγή κλαίγοντας μόνο βάλε πάνω της γιατρικό...” 

                                                                                                                Κλαίρη Συνοδινού
                                                                                    Καθηγήτρια    Πανεπιστημίου


Αθήνα, 5 Μαρτίου 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.